Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Η απλότητα μιας ρηξικέλευθης πρότασης



Αυτό που ψάχνω στην τέχνη είναι ότι έχω ανάγκη. Τη σταθερότητα της υπέρβασης (και μη με ταράζεις με την αντίφαση μου), το φανέρωμα του πυρήνα της ελεύθερης ύπαρξης μου, την υπενθύμιση της ρεαλιστικής δυνατότητας μιας Ουτοπίας (ναι ρε λέμε, με τις αντιφάσεις μου).
Μέσω σχεδόν αντικειμενικών συνθηκών που δημιουργούν ήχοι, εικόνες, λέξεις, βίντεο και παραστάσεις. Να διαπερνούν την κρούστα της καθημερινότητας και να εδράζονται βαθιά και σταθερά μέσα μου.
Έξω και μακρυά από τη χυδαιότητα της μέρας (της όποιας μέρας), τις καλές και τις κακές διαθέσεις ενός πρωινού. Να είναι εκεί για να με προκαλεί και να με δείχνει με το δάχτυλο.
Γιατί, εν τέλει, σε αντίθεση με τη δική μου μικρή υποκειμενικότητα, τα μεγάλα έργα τέχνης και οι συνεπακόλουθες δηλώσεις που τους αρμόζουν είναι πάντα εκεί και με/σε δείχνουν ρωτώντας.

Μπορείς να ακολουθήσεις;

Όταν η Μουσική βιομηχανία βίωνε τις εποχές των χρυσών αγελάδων, ο αυτοσχεδιασμός ήταν από μόνος του μια δήλωση.Ήταν σαν να έχεις μπροστά σου ένα σωρό πουγγιά γεμάτα λεφτά, να κλείνεις τα μάτια και, επίτηδες ,να διαλέγεις το μικρότερο, συχνά το μοναδικό άδειο. Είναι και πάλι αντιφατικό να μιλώ με rock n' roll όρους για μουσικές που κατακάθονται στον πυρήνα των κυττάρων σου αλλά ακόμη θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα το The Topography of the lungs, την πρώτη κυκλοφορία της Incus.Ο αντίκτυπος του μέσα μου δημιούργησε ένα ωστικό κύμα που παρέσυρε πολλές προαποφασισμένες "αλήθειες"  σε απόλυτη αντιστοιχία με τις πρώτες συγκλονιστικές εντυπώσεις από τη Μπανάνα, το Funhouse και κάμποσα άλλα.
Η Incus του αιώνια (ακόμα και όταν ήταν νέος) ξυνού και γεροπαράξενου Derek Bailey συνέχισε να δημιουργεί αναντιστοιχίες ηχηρών δηλώσεων μέσα σε modest περιτυλίγματα. Δυσκολεύτηκα, αρχικά, να συνειδητοποιήσω τι κρυβόταν πίσω από την απλότητα των Company Weeks της εταιρίας.
Company ίσον μια παρέα που απλά μαζεύεται και "παίζει". Τι απλούστερο είναι η αλήθεια, ακριβώς μέσα στη λογική του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Παίζουμε, γινόμαστε παιδιά ξανά, απελευθερωνόμαστε από τις συμβάσεις και τους πριαπισμούς της κανονικότητας.
Αυτή η απλότητα, η ξεκάθαρη δήλωση εμπεριέχει τη ριζοσπαστικότητα κρυμμένη ως άσο στο μανίκι της. Όπως τα παιδάκια μαζεύονται και κάνουν σκανταλιές, φωνάζουν, εκτονώνονται εκφράζοντας το αφελές τους-και καλά-τίποτα.
Μέσα από ένα ότι να'ναι instrumentation καταγράφεις διαλόγους, μονολόγους, συρράξεις πολλών οργάνων, κόντρες και μια ειλικρινή δημόσια αντιπαράθεση.
Καταγράφει τη στιγμή αυτή η σειρά βινυλίων που τόσο καθυστερημένα και εγώ σχολιάζω σε αυτές τις γραμμές. Δεν υπάρχει καμία επιτήδευση, κυριαρχεί η απλότητα του καθημερινού, της οποιασδήποτε μέρας, η χαρά του get together της συλλογικοποίησης, η χαμογελαστή χριστοπαναγία μέσα από το δόντια απέναντι σε κάθε ακαδημαϊσμό.
Όλα είναι πιθανά και όλα συμβαίνουν  με τον πυρήνα όλης της φάσης να εμπίπτει στη κατηγορία του παρωχημένου κάνοντας όσους, ψυχαναγκαστικά, ψάχνουν συνεχώς το νέο, το προωθημένο, το αποκαλυπτικό να ιδρωκοπούν από αγωνία: η ελευθερία της έκφρασης, η ελευθερία των πράξεων στη ζωή και στην καθημερινότητα μας.

Αχ, αυτή η καθημερινότητα.

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Radian



Γράφοντας ή φαντασιωνόμενος (κυρίως αυτό) πως γράφω, επαναλαμβάνω στο μυαλό μου ( με τον εμμονικό φόβο πως εγώ είμαι ο ήρωας της Τύφλωσης του Κανέτι) συνεχώς ένα ίδιο μοτίβο. Πως θα καταφέρω να τα πω όλα χωρίς να πω πολλά, χωρίς να στολίσω με λογής-λογής φτιασίδια, σάλτσες, ομορφιές και-μακρυά από 'μας-εξυπνάδες.
Συχνά-πυκνά θέλω να ξεκινήσω με μια τεράστια εισαγωγική πρόταση, έτσι για να δικαιώσω τον Μπόρχες που προτιμούσε τέτοιες εισαγωγές ώστε ο αναγνώστης να μπαίνει κατευθείαν στον διαφορετικό κόσμο της πνευματικής νόησης (να πάλι ο ήρωας του Κανέτι, γαμώτο).

Radian.

Το πρώτο τους άλμπουμ. Η αφορμή για άλλο ένα ξενύχτι (πρέπει να γράψω για αυτή την αγρύπνια κάποτε, αυτό το αψηλάφητο-από φόβο άραγε;-ζώο, όπως την έχει βαφτίσει ο Θανάσης), ο ενθουσιασμός της υπονόμευσης της πραγματικότητας μου. Το cd να παίζει στη λούπα. Ξανά και ξανά και ξανά. Δεν είμαι τοπικιστής, αλλά πολύ θα'θελα να βιώνω αυτές τις λογικές από καλλιτέχνες που ζουν εδώ και μιλάμε την ίδια γλώσσα. Τη διαγραφή (να'ναι με γομολάστιχα σε παρακαλώ, έχω περάσει τα τριάντα και είναι πάντα συνταρακτικός ο τρόπος που διαγράφει όσα θέλουμε να μην φαίνονται) των καθιερωμένων και του αναμενόμενου.
Τους θαυμάζω. Ζηλεύω την ερώτηση-τώρα εσείς τι ακριβώς μουσική κάνετε;-ποθώ σαν κολασμένος την απάντηση-δεν ξέρουμε ακριβώς. Τάιζε με με τέτοιες απαντήσεις.Ούτε και εγώ ξέρω. Μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Βελτιωνόμαστε απ' αυτά. Αλλάζουμε με άτοπο απαγωγή. Ε, τα ίδια και στην τέχνη ρε πούστη μου. όχι άλλη τελειομανία.
Βιμπράφωνο (εσχάτως πολύ αγαπημένο, ούτε να το φτύσω παλιότερα ο μαλάκας), ντραμς, προγραμματισμός, μπάσο, σύνθι. Βουαλά! Οι ρυθμοί δεν είναι ρυθμοί. Δηλαδή; Υπάρχουν αλλά δοκίμασε να τους ακολουθήσεις... Τέτοιες σνομπαρίες που είναι, αμ δε. Φτάνουν σχεδόν στο απόλυτο. Σαν εκείνα τα dub άλμπουμ που λες και φτιάχνονταν για να μην χορεύονται, αλλά ήταν τόσο μα τόσο χορευτικά. Όμως η αναψηλάφηση των πεπραγμένων ήταν παρούσα. Συνεχώς. Και έδινε τον τόνο. Α, και καθόλου κιθάρες,ε;

Αμφισβήτηση. Να μια λέξη κλειδί. Αφού μόνο έτσι πάνε τα πράγματα μπροστά, γιατί να την αρνιέσαι; Την αρνιέμαι; Ας υπερασπίσω και λίγο το τομάρι μου. όχι, δεν την αρνιέμαι. Μπάσα και μελωδίες, θόρυβοι και πειραματισμός με τη μελωδία. Εναλλαγές στο τέμπο, καθόλου φωνητικά. Αμφισβητήσιμα όλα. Τα κάνουν κάπως έτσι; Όχι; Τότε πως; Δύσκολα περιγράψιμο, έχουν περάσει και δεκαέξι χρόνια από όταν κυκλοφόρησε. Καλά δεν έχει γεράσει καθόλου λέμε. Και μην ακούσω τη λέξη post που μπαίνει δίπλα στο rock. Πιπέρι!

Μα το χριστό, έχω γράψει τόσες λέξεις και ακόμη δεν υπάρχει η μία, έστω μερικές ακόμη, που να περιγράφουν ακριβώς αυτό που ακούω. Καλύτερα δεν γίνεται όμως.Τελευταία καταλήγω στο συμπέρασμα πως οι εποχές των μεγάλων ονομάτων και ρευμάτων στην τέχνη έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Πως σήμερα ζούμε την εποχή των διαδικτυακών, ελεύθερων μικρών εγκεφαλικών διαρροών οι οποίες χωρίς να αφήνουμε την ασφάλεια του σπιτιού μας, ούτε καν της καρέκλας μας, διατυμπανίζουν την παρουσία τους εκεί που μετράει ακόμη περισσότερο: στον προσωπικό μας χώρο.

Ναι, μπορούμε και πρέπει να καιγόμαστε σαν τα ρωμαϊκά κεριά (καλέ μου Κέρουακ) και όλο αυτό να ξεκινά στα σπίτια μας.

Επανάσταση.

Ορίστε, το' πα.

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Η Αμερική του Thomas Pynchon




Οι εποχές, ευτυχώς, που η τέχνη θα πάψει να είναι και απεικόνιση της πραγματiκότητας δεν θα μας συναντήσουν ποτέ. Έστω μιας κάποιας πραγματικότητας δοσμένης με τα-και από τα-ατομικά αισθητήρια ενός ευαίσθητου κοινωνικού υποκειμένου, όπως ο καλλιτέχνης.
Προσπαθώντας να κατανοήσω τις δονήσεις της καθημερινότητας μέσα από τις ματιές των καλλιτεχνών, πολύ συχνά σκοντάφτω πάνω στην έννοια της δυστοπίας. Φυσικά και δεν είναι νεολογισμός, σίγουρα δεν είναι καινοφανής η καταγραφή της. Το ασφυκτικό πλαίσιο ζωής στις δυτικές κοινωνίες όπου η χρήση της τεχνολογίας μας δίνει συνεχώς την αίσθηση, μην πω τον φόβο, πως ζούμε σε μια κοινωνία του matrix. Διασοληνομένοι, τρεφόμαστε με απατηλές ελπίδες κοινωνικής αποδοχής και ζούμε καταναλώνοντας αοριστίες και άχρηστα αντικείμενα.
Δεν μου φτάνει, όμως, αυτό. Σίγουρα δεν με καλύπτει για να περιγράψω τον κόσμο μέσα σε κόσμους που ονομάζουμε Γραφή και Τέχνη του Τόμας Πίνσον. Ο ίδιος δεν ανήκει στους απλούς καταγραφείς της πραγματικότητας, έστω και αν αυτή η κατηγορία της λογοτεχνίας μας δωρίζει με σπουδαίους ζώντες συγγραφείς όπως ο Ντον Ντελίλο. Όχι. Ο Πίνσον αποδέχεται πως η χώρα των γενναίων, στον πολιτισμό της οποίας γεννήθηκε, μεγάλωσε και επιμένει να ζει κρυμμένος, ήταν ένα πείραμα από την εποχή της Αμερικάνικης Επανάστασης κιόλας, ένα βίαιο πείραμα που ο ίδιος αρνείται απλά να καταγράψει.
Διαλέγει το δύσκολο δρόμο-και το κάνει σαφές από την αρχή της ανάγνωσης του-μιας μη γραμμικής αφήγησης, όπου όλα είναι πιθανά σαν σε ένα λαβύρινθο και όλα επικίνδυνα, όπως η ζωή στις μεγαλουπόλεις της χώρας του. Μιας χώρας που,το ξέρει και το ξέρεις πλέον, το ευαγγέλιο της είναι ο θρησκευτικός φανατισμός και το βαρέλι δίχως πάτο που ονομάζουμε μισαλλοδοξία.
Ο Πίνσον είναι αρνητής της show biz και κάθε είδους ρητού ή άρρητου παιχνιδιού της. Πέφτοντας σε αυτές τις καταπληκτικές αντιφάσεις που μόνο στον κόσμος της τέχνης συναντάς, δεν διαθέτουμε σχεδόν καμία εικόνα του και, όμως, όταν πάψει πλέον (μια και είναι ήδη ηλικιωμένος) να αποτελεί κομμάτι αυτού του κόσμου, όλοι εμείς θα έχουμε μια πλήρη και αποκρυσταλλωμένη γνώση του μυαλό και της προσωπικότητας του. Είναι ένας τρωγλοδύτης και αυτός, ένα λουδίτης του σήμερα (δες το καταπληκτικό του άρθρο "Είναι θεμιτό να είσαι λουδίτης;" στο δεύτερο τεύχος του Σκαντζόχοιρου) και αυτός επιλέγει (πόσα από τα δημόσια πρόσωπα πραγματικά επιλέγουν την εικόνα τους σήμερα;) να υποκαταστήσει την εικόνα του, και το θέαμα αυτής, με το πνεύμα του και την εργασία που αυτό παράγει.
Έγραψα για το χαοτικό του πνεύμα. Μου μοιάζει απότοκο της χαώδους ζωής στη χώρα του, φέρνω στο νου μου αναλογίες με τον αγαπημένο του Roky Eriksson και τους αδιάβατους δρόμους του δικού του μυαλού. Μόνο που οι αναλογίες σταματούν εδώ, μια και ο Πίνσον επιλέγει ό ίδιος τις δαιδαλώδεις διαδρομές του και όχι κάποιο κοκτέιλ ουσιών. Λαβύρινθοι σκέψεων, φόρμας, γραφής και νόησης είναι όλοι καταδικοί και εσύ καλείσαι να βρεις το μίτο μέσα τους. Η' και να μη το βρεις απόλαυσε το ταξίδι, είναι ολόκληρο δικό σου.
Στο κόσμο του Πίνσον, στον κόσμο της Αμερικής, η εξουσία και η παράνοια (θυμήσου τον Hunter Thompson) είναι έννοιες αλληλένδετες και το άτομο-θύτης και θύμα με ιλιγγιώδεις εναλλαγές- ακροβατεί, συχνά θανάσιμα, σε ένα συνεχές σλάλομ ώστε να αποφύγει τις παραπάνω συμπληγάδες, την ώρα που κάθε φυσιολογική και ανθρώπινη συμπεριφορά αλλά και συναίσθημα, συνθλίβεται κάτω από το βάρος των προσωπικών αναζητήσεων του. Τότε μας κάνει σινιάλο ο Πίνσον, σε αυτή τη χώρα, η φιλία λειτουργεί και ως αναγκαιότητα επιβίωσης.
Η απόλαυση της ανάγνωσης της γραφόμενων του γίνεται επαναστατική πράξη καθώς η εγρήγορση που σου προκαλούν τα όσα διαβάζεις διαχέεται μαζί με την απόλαυση της άρνησης του να κάνει επίδειξη τεχνικής, να μιλήσει ευθεία και στρωτά κάνοντας κριτική. Μπορείς να ακολουθήσεις όμως;
Κάποιες φορές σκέφτομαι πως η ίδια η Αμερική δεν είναι-δεν μπορεί να είναι-τόσο πολύπλοκη, όσο η καλειδοσκοπική γραφή του την κάνει να μοιάζει. Ίσως η πραγματική Αμερική να είναι ένα υποσύνολο αυτής του Τόμας Πίνσον, ένας κόσμος μέσα σε κόσμους όπου τις πικρές του αλήθειες μας τις αποκαλύπτει μόνο αυτός, ένας προφήτης σε ατομικό επίπεδο για τον καθένα από εμάς καθώς μοναχικά παλεύουμε με τα γραπτά του. Μπορεί να γελάμε με τους ανθρώπους της χώρας του και τα καμώματα τους, έτσι όπως κάνουν το γύρο του κόσμου, μόνο αυτός, όμως, άντε και λίγοι ακόμη, μπορούν να μετατρέψουν και να περιγράψουν το τραγικά γελοίο σε γκροτέσκο και να διανύσουν την απόσταση μεταξύ χιούμορ και κριτικής σε χρόνο dt.
Αντίθετα, τα βιβλία του θέλουν εξαιρετικά πολύ χρόνο να διαβαστούν, να γίνουν κατανοητά και να τα απολαύσεις. Σαν ένα παζλ που, όμως, δεν δομείται με τον κλασικό τρόπο-από έξω προς τα μέσα-αλλά ταυτόχρονα και παράλληλα προς όλες τις κατευθύνσεις, προκαλώντας σε να το παρακολουθήσεις πιστά σε όλα του τα στάδια. Αλλά και να το αφήσεις στην άκρη για λίγο, να το σκεφτείς ξανά, να αλλάξεις γνώμες και λογικές.Απλά να το κοιτάζεις. Έχει απαιτήσεις. Όπως όλα τα σπουδαία έργα τέχνης, όλα τα μεγάλα βιβλία. Μαζί με την Τύφλωση, τον Υπόγειο Κόσμο, τον Οδυσσέα, με τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Εκεί τον κατατάσσω.
Ο ίδιος δεν γνωρίζω τι σκέφτεται για τον εαυτό του, για το πόσο αμερικάνος είναι, για την ταυτότητα του. Οι αληθινοί αμερικάνοι, όμως, οι αυτόχθονες Ινδιάνοι, θα μπορούσαν-κατά Πίνσον-να είναι αληθινές θεότητες των δασών και των ποταμών, όπου η θυσία τους ώστε να δημιουργηθεί η χώρα των γενναίων, αποτέλεσε μια ύβρη η οποία κάποτε θα πληρωθεί. Μια ύβρη που ένα μέρος της πληρώνεται από τους κατοίκους της χώρας στους ναούς της αέναης χαζομάρας του εναλακτισμού, και της μαζικής κουλτούρα του κάθε show time.
Τον καιρό που πήγα στην Αμερική έψαξα πολύ για όλα όσα με είχαν καθορίσει και γεννήθηκαν εκεί. Εικόνες, ιδέες, μουσικές και αναρίθμητα άλλα. Δεν τα βρήκα, έψαξα λάθος, γιατί όλη η Αμερική βρισκόταν ήδη στα χέρια μου και στις σελίδες των βιβλίων του.

 Ο ίδιος έχει γράψει:

"Εδώ, όλοι σε ενθαρρύνουν να ακολουθήσεις το δρόμο του λύκου, δηλαδή να σκοτώνεις αυτό που τρως και να τρως αυτό που σκοτώνεις"

(Mason & Dixon)

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Η υποχρέωση μου να αυτοπροσδιορίζομαι




"Δεν θέλω να αγωνίζομαι με ανοιχτά μάτια για το ίδιο μου το φτώχεμα. Δεν μ' αρέσουν οι αρνητικές αρετές-αρετές που η ουσία τους είναι να αρνείσαι και να απέχεις από κάτι."

Φρ. Νίτσε "Εμείς οι απάτριδες"

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Αυτοί οι λεγόμενοι καλλιτέχνες...




Το 1876, ως κριτική σε μία από τις πρώτες εκθέσεις των Ιμπρεσιονιστών, ένα περιοδικό έγραφε:

Η οδός Λε Πελτιέ είναι πραγματικά οδός ολέθρου. Μετά την πυρκαγιά στην όπερα μας περιμένει εκεί ακόμη μία συμφορά. Μόλις άνοιξε μια έκθεση στην γκαλερύ Νυτράν-Ρυέλ, που υποτίθεται ότι περιέχει έργα τέχνης. Μπαίνω μέσα και τα έκπληκτα μάτια μου αντικρίζουν κάτι φρικιαστικό. Πέντε ή έξι τρελοί, ανάμεσα τους και μια γυναίκα, εκθέτουν από κοινού τα έργα τους. Είδα ανθρώπους να σκάνε στα γέλια μπροστά σε αυτές τις εικόνες, η δική μου καρδιά όμως μάτωσε. Αυτοί οι λεγόμενοι καλλιτέχνες θεωρούν πως είναι επαναστάτες και ονομάζονται "Ιμπρεσιονιστές".Παίρνουν ένα κομμάτι μουσαμά, μπογιές και πινέλο, τον πασαλείβουν στην τύχη με μερικές κηλίδες χρώμα και υπογράφουν τον δήθεν πίνακα. Είναι μια παραίσθηση, ακριβώς όπως των τροφίμων ενός φρενοκομείου που μαζεύουν πέτρες από το δρόμο πιστεύοντας πως έχουν βρει διαμάντια.