Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

John Coltrane 90 χρόνια




Όσο το σώμα σου έφθινε, το πνεύμα σου γινόταν περισσότερο λαμπερό και μας έλουσε όλους.Όταν το σώμα σου έσβησε, το φως σου ήταν δυνατότερο από ποτέ.
Για πάντα.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Το επίδικο ενός ντουέτου: Marshall Allen - Lou Grassi

"Η εξέλιξη της Τέχνης σε μη αντικειμενική τέχνη, μινιμαλιστική τέχνη, αντιτέχνη, ήταν μια οδός προς την απελευθέρωση του Υποκειμένου. Στη θέση της αποδοχής και της εξιδανίκευσης, του εξωραϊσμού του υπάρχοντος κόσμου, αυτή η οδός προετοίμαζε το Υποκείμενο για έναν καινούριο κόσμο αντικειμένων, ελευθερώνοντας το νου και το σώμα προς μια καινούργια αισθητικότητα και ευαισθησία που δεν μπορούν πλέον να ανέχονται μια ακρωτηριασμένη εμπειρία και μια ακρωτηριασμένη αισθητικότητα.
Το επόμενο βήμα προς τη ζωντανή τέχνη (μια contradictio inadjecto;) την Τέχνη σε κίνηση, την τέχνη ως κίνηση. Στη δική της εσωτερική ανάπτυξη, στο αγώνα ενάντια στις δικές της ψευδαισθήσεις, η Τέχνη συμμετέχει στον αγώνα ενάντια στις δυνάμεις που υπάρχουν, πνευματικές και φυσικές, στον αγώνα ενάντια στην κυριαρχία και την απώθηση-με άλλα λόγια χάρις στη δική της εσωτερική δυναμική, η Τέχνη γίνεται μια πολιτική δύναμη. Η Τέχνη αρνείται να υπάρχει για το μουσείο και το μαυσωλείο, για τις εκθέσεις της ανύπαρκτης πλέον αριστοκρατίας, για τη σχόλη της ψυχής και την εξύψωση των μαζών-επιθυμεί να είναι πραγματική.
Σήμερα, η Τέχνη προσχωρεί στις δυνάμεις της εξέγερσης μόνο καθ' όσον είναι απόεξιδανικευμένη: μια ζωντανή Μορφή που δίνει λόγο εικόνα και ήχο στο Άρρητο, στο ψεύδος και στην απογύμνωση του, στη φρίκη και την απελευθέρωση από αυτήν, στο σώμα και στην αισθητικότητα του ως την πηγή και τον τύπο κάθε αισθητικής, ως τον τύπο της ψυχής και της καλλιέργειας της, ως την πρώτη ενόραση των πνευμάτων, Geist."

Χέρμπερτ Μαρκούζε ( από διάλεξη του στα 1969, δημοσίευση και μετάφραση Πανοπτικόν, τ. 14)







Μιλώντας και γράφοντας για ένα ντουέτο σαξοφώνου και κρουστών, για τη μινιμαλιστική του απόδοση, για το πως (κατά τη γνώμη μου) ένα πνευστό όργανο-καθαρά ηχητικά- συμπληρώνει το ηχητικό εύρος των κρουστών. για την προφανή και πρακτική ευκολία συννενόησης ( σωματικής  και πνευματικής) δύο ανθρώπων από τους πολλούς περισσότερους. Αυτή η διάδραση του πυρήνα της ανθρώπινης κοινωνικότητας, της σύζευξης δύο ανθρώπων ανεξαρτήτως φύλου δηλαδή, προσιδιάζει με τον πιο έντονο τρόπο την ατομική, χωρίς κανόνες, ελεύθερη έκφραση.
Είχα διαβάσει κάποτε, στο οπισθόφυλλο δίσκου των Make-Up, ένα κείμενο του τραγουδιστή τους, Ian Svenonius, για το πως η μουσική βιομηχανία μεθόδευσε τη μείωση των ανθρώπων (κύρια των καλλιτεχνών δηλαδή) που απασχολούνται στους κόλπους της, πλασάροντας αυτή τη βίαιη μείωση κόστους για το προϊόν ως καλλιτεχνική επιλογή. Διφορούμενη γνώμη. Από καλλιτεχνική σκοπιά ίσως αυτό το get together δύο ανθρώπων, για να ξαναγυρίσω στο προκείμενο αυτού του κομματιού, να καταργεί τη δυναμική επαγγελματισμού και ακαδημαϊσμού που τείνει να κυριαρχεί στις ορχήστρες και στις μεγάλες ομάδες μουσικών γενικά. Να το πω και πιο απλά, θεωρώ σαφώς πιο εύκολο να σβήσουν από μέσα στους όλα τα πνευματικά προαποφασισμένα δύο άνθρωποι παρά πολλοί περισσότεροι.
Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο είναι δυνατόν πολύ εύκολα να αναπτυχθεί μια έντονη πνευματικότητα (spirituality αγγλιστί) μεταξύ δύο ανθρώπων που επιθυμούν να μιλήσουν την ίδια γλώσσα ή που, αντιστρέφοντας την παραβολή της Βαβέλ, να αφήσει ο ένας τον άλλο να εκφραστεί στη δική του, γνώριμη μόνο στον ίδιο γλώσσα και στη συνέχεια αυτές να αφεθούν σε μια κοινή πορεία. Η ελευθεριότητα του ντουέτου για το οποίο γράφω, του κάθε ντουέτου με τα παραπάνω στοιχεία, πιστεύω πως ξεπερνά, κατά πολύ την ταμπέλα free jazz.
Μιλάμε για μια ένωση που επιτυγχάνει να απελευθερώσει και τους δύο μουσικούς και συνάμα, μέσω του μεταξύ τους κλίματος, να γεννήσει κάτι νέο,εξυψωμένο και υπερβατικό. Στα liner notes του cd διαβάζουμε: 'to get into that spiritual zone and stay there for an hour or two". Ζούμε όλοι μας μια αποπνικτική καθημερινότητα, μια κανονικότητα συχνά και εντελώς χυδαία. Και τι  δεν θα έδινες για αυτή την, έστω, μία ώρα όπου όλα θα άλλαζαν; Πολλά νομίζω.
Οι δύο καλλιτέχνες εν προκειμένω δεν αποτελούν τυχαίες ποσότητες στον από τα 60's ever expanding χώρο που κάποτε απλά ονομάζαμε τζαζ. Ειδικά ο Marsall Allen,ξεχωριστό μέλος της groundbreaking  μπάντας του Sun-Ra και κατ'ουσίαν αρχηγός (αλλά όχι με την ιεραρχική έννοια του όρου) της τωρινής μορφής της Sun-Ra Arkestra μοιάζει ο καθ' ύλην αρμόδιος να εκφράσει καλλιτεχνικά τον όρο ελεύθερη έκφραση στη μουσική. Με τα  πάνω και τα κάτω του το πράττει χρόνια τώρα.
Οι δύο καλλιτέχνες προσπαθώντας σε χαμηλούς τόνους να συνομιλήσουν, καταφέρνουν να ενταχθούν-και μόνο με αυτή την ηχογράφηση-στο πάνθεον των σπουδαίων ντουέτων της free jazz και του αυτοσχεδιασμού, ντουέτων που μας έχουν χαρίσει στιγμές απόλυτης υπέρβασης. John Coltrane και Rashied Ali, Brotzmann/Bennink, Evan Parker/Paul Lytton, περισσότερο πρόσφατα Paul Flaherty και Chris Corsano αλλά και κάμποσα ακόμη. Με τον τρόπο τους, δηλαδή με την ταύτιση τους με τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούν ως μέσα, πετυχαίνουν αυτό για το οποίο ο Μαρκούζε μιλά: γίνονται μέρος της τέχνης της Εξέγερσης η οποία αν και ποτέ δεν θα το δηλώσει φωναχτά, ούτε και θα το κάνει σαφές τόσο εύκολα, χώνεται βαθιά μέσα σου σε αυτό το Άρρητο ώστε όταν επωαστεί-και ο χρόνος της επώασης είναι αποκλειστικά δικός σου-να σε οδηγήσει στη συνολική απελευθέρωση. Έστω  να σε σπρώξει λίγο παραπέρα προς αυτή.
Όντας η  συγκεκριμένη ηχογράφηση χρονικά συγγενεύουσα με τα γεγονότα στους δίδυμους πύργους, αποκτά και ένα έξτρα στοιχείο, αρκετά εμφανές νομίζω πέρα από τη θλίψη, και αυόο είναι η απόγνωση για τον παραλογισμό ενός, δήθεν πολιτισμένου κόσμου. Παραμένοντας στο προκείμενο, τους ήχους που παράγονται σε αυτό το cd και την προσπάθεια που αυτό περιέχει αυτοί να μεταλλαχθούν σε κάτι διαφορετικό και παραπάνω, συνειδητοποιείς  το φανατισμό με τον οποίο οι δύο καλλιτέχνες επιλέγουν να κολυμπήσουν στα αχαρτογράφητα νερά τους πηγαίου αυτοσχεδιασμού. Δεν υπάρχει πρότερη συννενόηση, ούτε και προετοιμασία, καμία καταφυγή σε standards ή οποιαδήποτε άλλη ευκολία. Η δυναμική του ντουέτου, όπως μόνο τα δικά του χαρακτηριστικά-που ελπίζω να έκανα σαφή πιο πάνω-μπορούν να εκφράσουν αγγίζει, διατρέχει την ελευθεριακή παράδοση της σε κάθε πεδίο αυτό-οργανωμένης έκφρασης χωρίς προαπαιτούμενα. Έχω πολλές αμφιβολίες, πλέον, αν περισσότεροι από δύο άνθρωποι μπορούν να το πετύχουν αυτό. όχι μόνο στο πεδίο της τέχνης.
Την ίδια στιγμή είναι διατιθεμένοι να πάρουν και το ρίσκο και μην περιμένεις ποτέ να το παραδεχθούν. Το ρίσκο της αποτυχίας, της αποδοκιμασίας, της προσωπικής απογοήτευσης για κάτι που δεν πήγε καλά. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως για αυτούς τους δύο αυτή είναι η δουλειά τους, ο τρόπος που περιμένουν να ζήσουν, Μόνο αν θυμάσαι αυτό, τους τοποθετείς σε ίση βάση και όχι στο βάθρο μιας καλλιτεχνικής ανωτερότητας και, παράλληλα, αντιλαμβάνεσαι τη σπουδαιότητα (και σε επίπεδο παραδείγματος) της πράξης.
Οι δυναμικές, οι ευκολίες, και οι δυνατότητες ενός ντουέτου, έτσι όπως τις βλέπουμε στο Live at Guelph Festival, και όπως τις έχουμε αναγνώσει σε σπουδαία ντουέτα του παρελθόντος και του παρόντος αποτελούν μια παγιωμένη πραγματικότητα.Ένα δίδυμο ντραμς και σαξοφώνου είναι σε θέση να σε απογειώσει ακόμα και με αρκετά ανώμαλο και σκληρό τρόπο. Είναι αναγκαίο, όμως, γιατί η μάχη απέναντι στις αρνητικές δυνάμεις, κατά Μαρκούζε, αυτού του κόσμου θα είναι ακόμη πιο σκληρή.
Αυτή η δυναμική που διαβλέπω και σε αυτό το δίδυμο, καναλιζάρει τις προσωπικές οπτασίες των δύο καλλιτεχνών σε μια κοινή συνισταμένη ριζοσπαστικότητας με μυριάδες παρακλαδια΄. Γιατί μπορεί να το κάνει.



Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Το δικό μου παρελθόν μέσα από μια ηλεκτρονική όπερα του Yiannis Kyriakides για τη διαιρεμένη Κύπρο





Η δεύτερη και τελευταία ως τώρα φορά που βρέθηκα στην Κύπρο ήταν το καλοκαίρι-Αύγουστος με την υγρασία και τη ζέστη του νησιού στα ύψη-του 1994. Μπαίνοντας στη εφηβεία, την κατεξοχήν δύσκολη εποχή,  ένας θάνατος ανακάτεψε βίαια τον εσωτερικό μου κόσμο, φέρνοντας με, για πρώτη φορά, σε επαφή με την δύσκολη πραγματικότητα των ενήλικων. Οι γονείς μου κάνοντας το μοναδικό πράγμα που ήξεραν να πράττουν, όντας ανίκανοι να διαχειριστούν ένα πλάσμα τελείως διαφορετικό απ' αυτούς, με έστειλαν στους συγγενείς μας, στο νησί του-τότε για 'μένα- Δεν Ξεχνώ.

΄Ηταν κάτι που το έκαναν, ως ανακλαστική κίνηση θα έλεγα, από αρκετά μικρή ηλικία και μέσα από την αγριότητα του έμαθα να δένομαι με κάποιους άλλους ανθρώπους, τόπους και καταστάσεις. Δεν τους κατηγορώ, δεν με τιμωρούσαν, αυτός ήταν ο τρόπος τους να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Παράλληλα με δυνάμωσε κάνοντας με απρόσβλητο  στην αναγκαιότητα της συναισθηματικής παρουσίας των γονιών στο μικροαστικό προστατευτικό περιβάλλον που μεγαλώσαμε πολλοί από εμάς. Θα τους ευχαριστώ για αυτή την αθέλητη βοήθεια.

Η Κύπρος τότε, υποθέτω, ήταν αρκετά διαφορετική από το σήμερα. Η αφόρητη ζέστη έκανε τα κλιματιστικά απαραίτητα και μέσα στο αυτοκίνητο, γεγονός πρωτόγνωρο για το ελληνάκι των μέσων της δεκαετίας του '90. Τα πράγματα, βέβαια, στο νησί έμοιαζαν και ήταν αρκετά πιο σκληρά, κάνοντας τη σημερινή κατάσταση της διαίρεσης να μοιάζει νηπιαγωγείο. Μην το γελάς. Μιλάμε για την εποχή πριν ακόμη απ΄τα γεγονότα που οδήγησαν στις δολοφονίες των Σολωμού και Ισαάκ. Στη νεκρή ζώνη της Λευκωσίας κοιτούσες σχεδόν με τρόμο από την άλλη πλευρά. Συνειδητοποιώ πως αυτός ο φόβος ήταν σαφέστατα καλλιεργημένος. Η ένταση, όμως, ήταν υπαρκτή και είχε βάσιμες αιτίες. Είναι η κοντινότερη προσομοίωση μιας κοινωνίας με πληγές που χάσκουν θεόρατες που έχω ζήσει. Ήταν δυνατό, σε έπιανε από το λαιμό και σου δυσκόλευε την αναπνοή.

Κοιτώ πίσω τις φωτό από τότε και συνειδητοποιώ πως βλέπω ένα θλιμμένο παιδί. Ασορτί με το κλίμα που συνάντησα. Οι δικοί μου εκεί-πιο κοντινοί αλλά και πιο μακρινοί-ίσως σε 'μένα να αναγνώρισαν υποσυνείδητα τη δική τους θλίψη. Ήταν όλοι τους πρόσφυγες που έφυγαν άρον-άρον παίρνοντας τα απαραίτητα. Δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ τον δικό τους κοινό παρονομαστή: κάποιοι τους έκλεψαν τις αναμνήσεις, το παρελθόν τους και ταυτόχρονα τους βασάνιζαν, όντας δίπλα γεωγραφικά, να μην μπορούν να το αγγίξουν ξανά. Ελπίζω, τώρα που έχουν αλλάξει πολλά στο νησί, οι ίδιοι άνθρωποι να βλέπουν ότι έζησαν σε αυτούς που τα βιώνουν τώρα.

Με αγκάλιασαν και αποτέλεσαν την καλύτερη παρηγοριά. Μάλλον και εγώ το ίδιο ήμουν για αυτούς, βγάζοντας τους έξω από την κανονικότητα τους. Η συνεχώς ίδια και μονότονη ερώτηση "ποια είναι πιο ωραία η Ελλάδα ή η Κύπρος" φανέρωνε, κατάλαβα μετά, την αγωνία τους να μην ξεχάσουν και να μην τα αφήσουν πίσω τους. Το αν το έκαναν αργότερα δεν θα το σχολιάσω, προσπαθώ να μην γενικεύω. Ακόμη θυμάμαι (πως να τα ξεχάσω;) τα κομβόι των αυτοκινήτων με τα οποία γυρίσαμε ολόκληρο το "ελεύθερο" όπως το λέγαμε κομμάτι του νησιού. Και που  δεν με πήγαν. Τον καιρό ακόμη που οι ματιές τους έκαιγαν και που η λέξη πρόσφυγας στην ελληνική γλώσσα είχε το βάρος που της αξίζει. Και το πράσινο του Τρόοδος. Και η τρομακτική και άδεια Άμμοχωστος σαν στοιχειωμένο βασίλειο. Και το ζεστό κυπριακό ψωμί το πρωί, το πιο νόστιμο που έχω δοκιμάσει.

Με τη μουσική, για κάθε είδους ακρόαση, του Γιάννη Κυριακίδη βρίσκομαι εδώ και χρόνια μέσα σε μια ερωτική σχέση  συνδιαλλαγής. Με το έργο του ενισχύει την, χαμηλής έντασης, πολεμική που αναπτύσσω σε αυτό εδώ το μπλογκ για το πόσο λογικό και αναμενόμενο είναι ένας καλλιτέχνης να καταπιάνεται με ζητήματα και προβληματικές στις οποίες, με οποιοδήποτε τρόπο βρίσκεται κοντά, τις βιώνει και τον ορίζουν. Η ματιά του είναι αυτή του καλλιτέχνη που ενώ από τη μία επιλέγει σαφέστατα να τονίσει το θέμα του και το ίδιο το θέμα του γειώνεται απόλυτα μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, από την άλλη δεν κάνει επουδενί στρατευμένη τέχνη. Οι θεματικές του έχουν ξεκάθαρα πολιτικό πρόσημο. Από το Buffer Zone για την Κύπρο (και αφορμή αυτού εδώ του κειμένου) μέχρι και το Wordless για τη μετανάστευση γεμίζει την οπτική σου με συμβολισμούς που εμπεριέχουν πολιτικές αιχμές αλλά δεν ορίζονται μονοσήμαντα. Το ίδιο ακριβώς κάνει ασχολούμενος με την αναδόμηση παρελθόντων ριζοσπαστικών ήχων όπως στο, εύγλωττο ως προς το αντικείμενο του, Rebetika, ξενίζοντας όσους περιμένουν κάτι πιο ξεκάθαρο και προσκολλημένο σε ένα περασμένο ένδοξο παρελθόν θα πρόσθετα.

Στο  Buffer Zone ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ο αφηγητής-στρατιώτης των Ηνωμένων Εθνών. Με τον επίσημο και αυστηρό λόγο εκφοράς των λέξεων, προσομοιώνοντας τον επίσημο πολιτικό λόγο στην Κύπρο (κατάλοιπο  της αγγλικής κατοχής να υποθέσω), πλημμυρίζεις και πνίγεσαι από την ψυχρότητα της περιγραφής και την απλή καταγραφή. Η αντίθεση της με την πραγματικότητα της προσφυγιάς, τις κοινωνικές μα και προσωπικές της επιπτώσεις στους ανθρώπους, καταφανής. Τα ηλεκτρονικά του ίδιου του Κυριακίδη, με ηχητικές πηγές την ίδια τη νεκρή ζώνη, ζωντανεύουν ξανά έναν χώρο που από την πολυπλοκότητα της καθημερινής κοινωνικής ζωής πέρασε στον πάγωμα του χρόνου, σε έναν μόνιμο θάνατο. Τα φωνητικά αυτής της μικρής όπερας θα μπορούσαν να είναι οι κραυγές, συχνά άηχες, όλων όσων μέσα στα χρόνια φώναξαν και πάλεψαν να σταματήσει η κατοχή μα, κυρίως, να έλθει επιτέλους η συμφιλίωση και να πέσουν τα τείχη. Τα συνοδευτικά περάσματα από το πιάνο και το τσέλο μου προκαλούν την ίδια φόρτιση όπως τότε, όταν σε μια βόλτα με το αμάξι στα όρια της πράσινης γραμμής φάνηκε το χωριό τους και τότε άνοιξε από μέσα τους μια καταιγίδα συγκίνησης ή οποία με τύλιξε και από τότε ποτέ δεν κατάφερα να ξεχάσω. Ούτε και θέλω.

Τα έργα του, κάτοικου Άμστερνταμ εδώ και πολλά χρόνια, Γιάννη Κυριακίδη διαθέτουν την προσβασιμότητα και την πολλαπλότητα των αναγνώσεων ενός έργου σε διαρκή πρόοδο. Δεν μοιάζουν ποτέ στάσιμα, δεν προσφέρουν μόνο μία αλήθεια, μία διήγηση, μία πραγματικότητα. Επεξεργάζονται πολλές σημασίες, τις εμπεριέχουν. Κάπως σαν το ίδιο το νησί. Μακάρι να το καταλαβαίνουν αυτό καλύτερα εκεί.


Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

Φτάνοντας στον πυρήνα της τέχνης του πειραματισμού





Καθώς προχωράμε δυναμικά (ή και ασθμαίνοντας, όπως το δει κανείς) μέσα στον 21ο αιώνα, πολλές έννοιες της μουσικής μοιάζουν, πλέον, μπετόν αρμέ. Εύκολα αναγνώσιμες και δύσκολα διαφοροποιήσιμες, τόσο για τους λίγους μυημένους αλλά και για τους πολλούς.
Η λέξη πειραματισμός-ως έννοια τόσο λοιδωρημένη όσο λίγες-λειτούργησε  σε πολλαπλά επίπεδα μέσα στους καλλιτεχνικούς μικρόκοσμους. Από δικαιολογία ακατανόητου ελιτισμού μέχρι συνώνυμος της έντονης αγωνίας για διαφοροποίηση. Σίγουρα, πάντως, δεν σημαίνει, ούτε και εγκολπώνει τα ίδια με ότι πριν από μερικές δεκαετίες. Όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο διένυσε μια μακρά ηδονική όσο και αμφισβητήσιμη πορεία μέσα στο χρόνο.
Φτάνοντας στο σήμερα και στους πολλαπλούς υπάρχοντες ορισμούς για τον πειραματισμό στις τέχνες, έχω επιλέξει, τουλάχιστον στη μουσική, να προσπαθώ να συμπλέω με τις μπόλικες απαιτήσεις που έχει αυτός από 'μένα: ως ακροατή, δέκτη αλλά και σκεπτόμενο υποκείμενο.
Με έχει πείσει. Και για την αναγκαιότητα του αλλά και για την τωρινή ισχυρή παρουσία του. Η προσπάθεια μου να ακούω με διαφορετικά αυτιά δεν είναι αυθύπαρκτη, αλλά συμβαδίζει και ορίζεται από την αγωνία μου να αλλάζω, να μαθαίνω και να ακούω, να προσαρμόζομαι ελεύθερα ως αυτόβουλος. Να αντιμετωπίζω κάθε νέα κατάσταση χωρίς προ-αποφασισμένες αντιλήψεις. Με τον ίδιο τρόπο αλλά και για τον ίδιο σκοπό (βάλε εδώ και την έννοια της ελεύθερης έκφρασης) ένας από τους ορισμούς που επικρατεί πια στο γίγνεσθαι των gognocenti  είναι η πρόκληση μιας εντελώς νέας ηχητικής  εμπειρίας από ήδη γνωστές και μετρήσιμες ηχητικές πηγές. Προσπαθώντας δηλαδή να σκαρώσεις νέες ακουστικές εμπειρίες από κατασκευές (λέγε τα μουσικά όργανα, με ηλεκτρισμό ή χωρίς) θεωρητικά πεπερασμένων δυνατοτήτων εδώ και πολλά χρόνια.

Μόλις μπαίνει στην κουβέντα και το εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα διαλυμένο, ντουέτο των Brian Sullivan και Nate Nelson, οι Mouthus. Τα όργανα με τα οποία επίσημα και στα διάφορα gigs παρουσιάζονταν ήταν η ηλεκτρική κιθάρα και τα ντραμς. Φυσικά ο ηλεκτρισμός έδωσε τη δυνατότητα να εκδημοκρατιστεί σημαντικά ο κόσμος της μουσικής και μαζί με τους ακροατές να γίνει προσπελάσιμος και σε πολύ μεγαλύτερο εύρος ανθρώπων. Ανθρώπων που επιθυμούσαν να εκφραστούν διαφορετικά. Η αφορμή για όλες τις παραπάνω γραμμές αποτελεί το Loam, μία από τις λιγότερο γνωστές ηχογραφήσεις του ντουέτου. Οι Mouthus για μια πενταετία περίπου κινήθηκαν με άνεση στις γκρίζες ζώνες που χωρίζουν, ή ακόμη καλύτερα ενώνουν, το ροκ, το noise και τον πειραματισμό.
Σε αυτήν εδώ την κυκλοφορία τους καταφέρνουν κάτι για το οποίο υπάρχει ένας και μοναδικός λόγος να δυσπιστώ και αυτός είναι η χρονική μου απόσταση από την ηχογράφηση. Πιστεύω πως καθετί στην τέχνη το κρίνεις, πρώτα και κύρια, όταν συμβαίνει. Μετά το αγγίζεις μόνο ως ανάμνηση ως κάτι που έζησες, διαφορετικά, δεν μπορεί, κάτι θα χαθεί στην πορεία. Αρκετά απόλυτο, το καταλαβαίνω, αλλά μέσα στη θάλασσα υποκειμενικότητας που αποτελούν οι απόψεις του καθενός από εμάς, προσπαθώ να βρίσκω λιμανάκια αντικειμενικότητας.Βάζοντας τη δυσπιστία μου στην άκρη (αφού εκεί το πήγαινα, δεν το περίμενες;) το Loam, άθελα ή ηθελημένα δεν γνωρίζω, πετυχαίνει απόλυτα να φτάσει στον πυρήνα της ύπαρξης ενός μουσικού έργου τέχνης το οποίο θέλει να αποτελεί μια πρόκληση και για τον δημιουργό του αλλά και για τον ακροατή. Οι ήχοι από τα δύο βασικά όργανα μπλέκονται και συμπλέκονται σκαλίζοντας με τη λεπτολογική ματιά ενός γλύπτη έναν ενιαίο ήχο που αποτελεί ταυτόχρονα μια σπουδή στην noise ψυχεδέλεια και ένα ρυθμικό όργιο ειδωμένα και τα δύο μέσα από ένα πρίσμα διάθεσης για πειραματισμό και εξώθησης των δυνατοτήτων των οργάνων στα όρια τους.
Η επιλογή τα τραγούδια του βινυλίου να παίζουν αποκλειστικά στις 45 στροφές επιβεβαιώνει την υποψία που στροβιλίζει το μυαλό σου καθώς το ακούς. Το Loam μπορεί να ακούγεται και ως μια χορευτική προσπάθεια, σίγουρα προκαλεί το σώμα σου-και το μυαλό σου-να κουνηθεί στους κομματιασμένους ρυθμούς του. Με ενθουσιάζει η πρόκληση όλο αυτό να μην είναι απλά αποτέλεσμα χρήσης του ρυθμού στα κρουστά αλλά μια συνειδητή επιλογή αντιμετώπισης και της κιθάρας ως μέσο ρυθμολογίας. Αθροίζοντας τις όμορφες ανωμαλίες αυτού του σπουδαίου δίσκου, άλλη μια αποτελεί η κυκλοφορία του από την-αρκετά ροκ κατά τ'  άλλα- Ecstatic Peace του γνωστού σε όλους μας Θέρστονα. Με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται αυτό που μέσα στα χρόνια των Sonic Youth βιώναμε: πίσω από τη συχνή ποζεριά του Moore κρύβονταν στιγμές, εικόνες, λέξεις και ήχοι απαράμιλλης ευφυίας.
Αυτό ακριβώς είναι και το Loam. Το προϊόν μιας-μου αρέσει να το γράφω αυτό ενώ μιλάω για δύο ανθρώπους...-ευφυίας που όμως χρησιμοποιείται διαφορετικά με γνώμονα την ηθική. Γιατί η διαφοροποίηση προϋποθέτει την ηθική επιλογή της ανάγκης για ελεύθερη έκφραση. Μην το γελάς, δεν είναι καθόλου λίγο αυτό.