Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Ο γάμος του Καραχμέτη (στο Από Μηχανής θέατρο)



Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ένας από τους αδικημένους του αφηγήματος της νεοελληνικής πολιτείας. Αποτελώντας έναν από τους κορυφαίους ελληνόφωνους λογοτέχνες της περιόδου πριν τη, θρυλική πλέον, γενιά του 1930, έπεσε θύμα της θέλησης της ελληνικής κρατικής παιδείας να δημιουργήσει σημεία αναφοράς.

Ο ριζοσπαστικός του λόγος, η συχνότατα ανατρεπτική του ματιά θάφτηκε κάτω από τόνους ελληνικότητας. Η προσπάθεια του να αναδείξει τα κακώς κείμενα των μικρόκοσμων του νέου ελληνικού κράτους, ισοπεδώθηκε από το μύθο του γαλανού του Αιγαίου και τα πολλά κλισέ για την παραμυθένια Σκιάθο. Ταυτόχρονα η δυνατότητα του να εκκινεί την τέχνη του λόγου του μέσα σε ευρύτερα και περισσότερο ευρωπαϊκά πλαίσια, εξαφανίστηκε ώστε να αναδειχτεί ο Έλληνας, άνδρας, νησιώτης διανοούμενος, άλλος ένας πυλώνας μιας faux ελληνικότητας.

Χωρίς να έχω εντρυφήσει ιδιαίτερα στη θεατρική γλώσσα, τα κείμενα του Παπαδιαμάντη μου μοιάζουν πως εντάσσονται σχετικά εύκολα στις σκηνικές απαιτήσεις. Ίσως να είναι ο μινιμαλισμός των εκφραστικών του μέσων (ανάλογος του άλλου σπουδαίου σώκαιρου του, του Γεώργιου Βιζυηνου) που δεν απαιτεί πολλά. Πολύ πιθανό και η γραφή του που, έχοντας όλοι και όλες περάσει από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μας είναι οικεία και ζεστή, χωρίς ποτέ η καθαρεύουσα στην έκφραση του να απομακρύνει τον αναγνώστη.

Δεν είχα διαβάσει το διήγημα του, το Γάμο του Καραχμέτη. Φτάνοντας στη σκηνή του Από Μηχανής Θεάτρου το πολύ λιτό σκηνικό με γέμισε απορίες. Είχα την περιέργεια για το πως θα αντιμετωπιστεί σκηνοθετικά η διπλή πρόκληση της αφήγησης από τη μια και της παρουσίας αρκετών πρωταγωνιστών από την άλλη με δύο μόνο ηθοποιούς. Η σκηνοθεσία της Όλιας Λαζαρίδου, χωρίς απολύτως κανένα τρικ εντυπωσιασμού αλλά έμπλεη ποιητικότητας, έπεσε στα βαθιά και, βήμα-βήμα καθώς η πλοκή της παράστασης ξεδιπλωνόταν, μας παρέδωσε μια απολαυστική ιστορία μίας ώρας.

Οι επιλογές της θα μπορούσαν να αποτελούν εξ ιδίαν τρικλοποδιές. Επέλεξε να συνδέσει διάφορα στοιχεία της θεατρικής παράδοσης (θέατρο σκιών, πολλαπλοί ρόλοι, αφηγητής και πρωταγωνιστής το ίδιο πρόσωπο) ρισκάροντας να παραδώσει τα γκέμια σε δύο ηθοποιούς και μοναχά. Παράλληλα εστίασε σε πολλές μικρές στιγμές της αφήγησης, μικρές πράξεις της καθημερινότητας όπως το ξύρισμα του άνδρα πρωταγωνιστή, το μάζεμα των ρούχων ή τα μικρά κουτσομπολιά της βεγγέρας.

Όλα τα παραπάνω τα έβαλαν σε μια νοηματική σειρά η Ιφιγένεια Γρίβα και ο Νικόλαος Γεώργιος Χαλδαιάκης με τις σπουδαίες ερμηνείες τους. Ήταν και οι δυο τους καταπληκτικοί. Σπάνια στη μικρή μου θεατροφιλική εμπειρία απόλαυσα τους ηθοποιούς σε τέτοιο βαθμό. Η Ιφιγένεια Γρίβα έμοιαζε να υποδύεται, να εμπεριέχει όλους τους γυναικείους ρόλους κάνοντας τη μετάβαση από τον ένα στον άλλο με απαράμιλλη φυσικότητα. Η φωνή του Χαλδαιάκη, ξεκάθαρα μια φωνή από το παρελθόν, καθώς μπαινόβγαινε μεταξύ του ρόλου του αφηγητή και τους χαρακτήρες του έργου, με ταξίδεψε στις παλιότερες των αναμνήσεων μου στις αρχές της δεκαετίας του '80 από μια άλλη Ελλάδα της επαρχίας.

Την ίδια στιγμή το πυρηνικό υλικό της παράστασης, το ίδιο το διήγημα δηλαδή, δεν έχασε ούτε στο ελάχιστο τις αιχμές της κοινωνικής κριτικής του, την σπινθηροβόλα καταγραφή της επαρχιακής καθημερινότητας, όσο και την ειρωνεία με το χιούμορ που η ανάγκη για ένα "σοβαρό" Παπαδιαμάντη συχνά αποκρύπτει. Μία από τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει η παράσταση ήταν η απαίτηση του κειμένου απ' τους ερμηνευτές να κάνουν δικούς τους πολλούς ρόλους στο μικρό χρονικό διάστημα της παράστασης και, παράλληλα, να μετακινούνται έξω από το νοηματικό πλαίσιο κάθε ρόλου αφηγούμενοι τα καθέκαστα.

Ενθουσιάστηκα, εκτός απ' όσα ήδη ανέφερα, με το ρίσκο που πήρε  σκηνοθέτις να εντάξει νοσταλγικά στοιχεία στην παρουσίαση της ιστορίας. Μια επικίνδυνη, δύσκολη επιλογή,μια και ανάλογες οδηγούν σε κλισέ νοήματα και τετριμμένες παρελθοντολογίες. Ο τρόπος της παρουσίασης της πλοκής ( όπως το παιχνίδι με τα ρούχα που απλώνονταν στα σχοινιά για να φορεθούν αργότερα ή τα κεριά που άναψε η πρωταγωνίστρια με την είσοδο της στη σκηνή) κατέστησαν εμάς τους θεατές συμμέτοχους, φίλους και κοινωνούς της ιστορίας και της αφήγησης των ηθοποιών. Μικρές λεπτομέρειες που με τη σειρά τους συμπληρώνουν το παζλ μιας σπουδαίας παράστασης.

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

O Mike Kelley προσπαθούσε πάντα να επιστρέψει



Καθώς μεγαλώνω κάποιες συμπτώσεις δεν μου μοιάζουν καθόλου τυχαίες. Ή, για να βελτιώσω το νόημα της προηγούμενης πρότασης, οι πράξεις μου χαρακτηρίζονται συνεχώς από ένα μικρότερο ποσοστό τυχαιότητας. Καταστάσεις, νοήματα και σκέψεις συνδέονται χρονικά και χωρικά, συχνά προς κατάπληξη μου, η οποία βαίνει μειούμενη καθώς κάθομαι να τα αναλύσω. Την ίδια μέρα που αποφάσισα, επιτέλους, να επισκεφθώ την έκθεση του σπουδαίου Mike Kelley στο Μουσείο Κυκλαδικής, μετεφηβικά μου ακούσματα πήραν ξανά τη θέση τους στο πικάπ. DNA και Joy Division μετά από πολύ καιρό. Επέστρεφα και εγώ σε ήχους οι οποίοι συνοδεύονταν από εικόνες, μυρωδιές, και περασμένα συναπαντήματα.

Το πολιτισμικό background του Mike Kelley μου ήταν πάντα απόλυτα κατανοητό. Το μετά τα 60's underground, το πανκ, η καλιφορνέζικη εναλλακτική κουλτούρα (τόσο κοντά στην απύθμενη γκλαμουριά του Hollywood) και, αργότερα, το hardcore γύρω από ένα κύκλωμα εναλλακτικών και indie καλλιτεχνών. Έχω περιγράψει ξανά (δες εδώ) τη σύνδεση του Kelley με τους Sonic Youth, το seminal Dirty των ιδίων με τα έργα του Kelley. Αυτό που μου συνέβη ήταν πως μέσω εκείνου του άλμπουμ -και της μανίας μου να μελετώ με λεπτομέρεια το artwork- ήρθα, ίσως για πρώτη φορά σε άμεση και πλήρη επαφή (εικόνες και ήχοι σε ένα συντεταγμένο σώμα) με τον κόσμο της εναλλακτικής contemporary τέχνης.

Δεν θα ήθελα να αναφερθώ  σε αυτό, όμως. Δεν με ενδιαφέρει. Και ο ίδιος ο Kelley δεν ανήκε επακριβώς σε αυτό τον κόσμο. Η όψη του ως ένας άλλος nerd έτοιμος να εκραγεί στο άκουσμα μια κιθάρας ή μιας μπασογραμμής μου ήταν εξαιρετικά οικεία. Την είχα δει κάμποσες φορές σε συναυλίες ή στα διάφορα, λίγα, στέκια που η ηλικία μου επέτρεπε να πηγαίνω. Έχω μπει, πλέον, σε πλήρες mode επιστροφής, το 'χω ανάγκη και το ξέρω.

Η συγκίνηση που μου προκάλεσαν τα δεκαεφτά έργα ήταν ευθέως ανάλογη με τους πολλαπλούς κόσμους των οχτώ φωτογραφιών του Ah...Youth! που οι S.Y. επέλεξαν τότε (σε άλλη μία έξυπνη και μοντέρνα επιλογή από την πλευρά τους). Τα κοίταξα και τα ξανακοίταξα στην έκθεση, αυτή τη φορά με τα μάτια του ενήλικα. Δεν ξέρω ποια μάτια βλέπουν καλύτερα όμως. Εδώ να πω, πως ένα από αυτά τα έργα κόσμησε δις ως στάμπα κάποιο t-shirt μου...

Ο κόσμος του Mike Kelley δεν μου ήταν σαφής τότε. Στις αισθήσεις του έφηβου η νοσταλγία δεν είναι προτεραιότητα, αποτελεί σχεδόν παράλογη παρασπονδία. Στο τώρα μου, όμως, με ένα πρόσφατο θάνατο να αποτελεί ασήκωτη μονιμότητα, η διαδικασία της επιστροφής είναι κάτι το τρέχον και υπαρκτό. Πίσω από αριστουργηματικά εικαστικά έργα του όπως το Girl ή το Empathy Displacement: Humanoid Morphology διακρίνω μια επίθεση στο τώρα, κάτι σαν μια κραυγή με την ελπίδα πως αυτή θα οδηγήσει σε ένα παρελθόν ιδανικό ή ακόμη χειρότερα εξιδανικευμένο. Γιατί πέρα από τη μεγάλο συγκινησιακό φόρτο τα έργα του μου μοιάζουν ως μια απελπισμένη κραυγή-προσπάθεια για επιστροφή. Καλοδεχούμενη στο τώρα μου.

Πίσω από τις, συγκινητικά  διεστραμμένες λούτρινες συνθέσεις του, κρύβεται η προσπάθεια ενός ενήλικου να ανά-συνθέσει τον παιδικό του κόσμο, να τον προκαλέσει, να ανοίξει μέσα από αυτές μια νέα πόρτα ώστε να γυρίσει σε αυτόν, στην αληθινή σου πατρίδα Mike Kelley. Και, γελάω όπως θα γέλαγες και εσύ, αναλογιζόμενος ότι η πλειοψηφία των έργων ανήκει σε αυτό το σίχαμα και μεγάλο συλλέκτη μοντέρνας τέχνης (πρώην πρόεδρο του Σ.Ε.Β. by the way) Δημήτρη Δασκαλόπουλο. Αλλά το ήξερες και εσύ καλά, πολλά δεν ήταν και δεν είναι όπως τα θέλουμε. Ίσως για αυτό, τουλάχιστον, επέλεξες εσύ τον τρόπο της αποχώρησης σου, ας την πούμε αυτοκτονία.

Στα δικά μου μάτια, το έργο του Kelley, ένα μικρό μέρος του οποίου θαυμάζουμε στη συγκεκριμένη έκθεση, αποτελεί απόδειξη ενός σπουδαίου σύγχρονου καλλιτέχνη, γειωμένου σε μια από τις σημαντικότερες υποκουλτούρες του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, του rock n' roll. Όπως και στην ίδια τη μουσική, αξίζει να ξύσεις το πρώτο στρώμα επιθετικότητας και ιονίζουσας ενέργειας για να βρεις από κάτω αγάπη, ελευθερία, πάθος και την ανάγκη εκπλήρωσης της Ουτοπίας. Αυτής που έψαχνε και ο Mike Kelley με μια μανία που με κάνει να τον αγαπώ ακόμη περισσότερο και να ελπίζω ακόμη παραπάνω πως και εγώ, κάποτε, θα βρω τη δική μου.

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Η λέξη αντιφασίστας



"Η λέξη αντιφασίστας μπορεί μια μέρα να γίνει εκνευριστική και άχρηστη όσο η λέξη φασίστας; Τι θα απογίνουν τότε τα ιδανικά και τα οράματα της Αντίστασης; Θα ξαναγύριζε ο κόσμος στην πολιτική ισχύος και στις γνωστές διαδικασίες;"

Ιταλός αντιφασίστας, μέλος της ιταλικής αντίστασης στο βιβλίο του C.Pavone για τα χρόνια της ιταλικής αντιφασιστικής Αντίστασης

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Η λειτουργία της ηθικής



H λειτουργία της ηθικής δεν είναι τόσο να τονίζει τα ελαττώματα του ανθρώπου και να τον κατηγορεί για τα "αμαρτήματα" του, όσο να ενεργεί σε θετική κατεύθυνση, απευθυνόμενη στα καλύτερα ένστικτα του ανθρώπου. Καθορίζει και εξηγεί τις λίγες θεμελιακές αρχές, που, χωρίς αυτές τα ζώα και οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να ζουν σε κοινωνία. Αλλά μετά απευθύνεται και σε κάτι ανώτερο από αυτό: στην αγάπη, το θάρρος, την αδελφοσύνη, τον αυτοσεβασμό, την συμφωνία ενός ανθρώπου με το ιδανικό του. Λέει στον άνθρωπο ότι, αν θέλει να ζήσει μια ζωή στην οποία θα ασκεί πιθανόν πλήρως όλες τους τις σωματικές, διανοητικές και συναισθηματικές δυνάμεις, πρέπει μια για πάντα να εγκαταλείψει την ιδέα ότι μπορεί να την κατακτήσει αδιαφορώντας για τους άλλους.

Π.Κροπότκιν "Ηθική" (Εκδ. Νησίδες)

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Vanishing Voice (να μη χάσω τη φωνή σου)



Τις μέρες αυτές διαβάζω την Ηθική του Κροπότκιν ( ξέρω δεν θα σου άρεσε αυτό-με αδικείς ) και οι μεταφυσικές μου σκέψεις πληθαίνουν, πνίγοντας με πολύ συχνά. Κοίτα πατέρα, μπορεί ο Προυντόν και ο Μπακούνιν να είναι τα πιο σημαντικά ονόματα, στη δική μου ψυχή, όμως, μιλούσαν περισσότερο η τολστοϊκή αγωνία του Κροπότκιν και η συμπόνια με την αγάπη για τον απλό άνθρωπο του Μαλατέστα. Ελπίζω και πάλι να μη θυμώνεις.

Ακούγοντας άλλη μια κατάθεση κραυγών ατάκτως εριμένων από τη διαλυμένη πλέον μουσική κολεκτίβα των Vanishing Voice σκέφτηκα εσένα. Μάλλον ψάχνω αφορμές για να το κάνω. Για μια πενταετία περίπου - από το 2003 μέχρι το 2008 - κατέθεταν μια σειρά χαμηλών τόνων και χαμένων στο διάστημα εξωτερικεύσεων για την μετά την 11η Σεπτεμβρίου δυστοπική πραγματικότητα. Όπως εμφανίζονταν, έτσι εξαφανίζονταν, με τη φωνή τους κάπου στα βάθη δίσκων βινυλίου (εννίοτε και σε λίγα cd ) για τους λίγους που τους ακολούθησαν. Αυτούς τους δίσκους μάζεψα και εγώ μπαμπά έναν προς έναν. Άλλος ένας λόγος να θυμώνεις με αυτή την τρέλα μου, το ξέρω.

Η μουσική τους διέθετε τη βάση - το ατελείωτο ψυχεδελικό kraut τζαμάρισμα - για να μιλήσει στα κινούμενα ( διψασμένα για χορό ) μόρια των πολλών και τη διάθεση για πειραματισμό, περιπέτεια και θόρυβο ώστε να ερεθίζει τις νευρικές απολήξεις λιγότερων.

Με κάποιο παράξενο ίσως και τυχαίο τρόπο η μουσική τους μπαινοβγαίνει στη ζωή μου εδώ και μια δεκαετία. Βρέθηκα να σχετίζομαι με αυτή ως μια ελευθεριακή ερωμένη. Άλλοτε ήταν ολοκληρωτικά ποθητή σε 'μένα, άλλες φορές την προσπέρασα χωρίς να τρέχει κάτι. Αυτή τη φορά, αυτές τις μέρες της θλίψης, γαντζώθηκα επάνω της, πάνω σε αυτό το cd.

Οι δύο λέξεις που διάλεξαν να αυτοτιτλοφορηθούν, ταιριάζουν στο τρωγλοδυτικό ηχητικό τους φάσμα. Αρχέγονες φωνές και ερωτικά ψιθυρίσματα, ηλεκτρισμός μαζί με tribal ρυθμούς.  Είμαι σίγουρος πως διέθεταν την ικανότητα να στήσουν ένα μικρό ψυχεδελικό πανηγυράκι στη μέση ενός δρόμου. Με drugs ή όχι. Συγνώμη, αυτό μου ξέφυγε.

Μα, κυρίως, αυτό που κόλλησε μέσα μου, που τους ταυτοποίησε ως κάτι σημαντικό στο ασυνείδητο μου, ήταν αυτό που δεν εκφράζεται.  Τα μόρια και τα άτομα μου έφτασαν στην πλήρωση με τους ήχους τους ( βλέπεις, συχνά δεν θέλω να μιλώ για "μουσική" -  αυτό δεν το ήξερες ). Την ίδια πλήρωση που αισθάνομαι όταν σε ανακαλώ. Έστω και αν είσαι τόσο ζωντανός μέσα μου. Και την ίδια αγωνία που εκφράζει το όνομα που διάλεξαν. Να μη χάσω τη φωνή σου από μέσα μου. Ποτέ.


Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Toylettes



Every artistic choise has it's reasons. Many times it relies on practical concerns. By picking up the bass, for example, because that's the only instrument you can afford or a friend can loan you, the size of your pocket decides what happens.
Other times your views and ideas form the structure of how you will respond to your needs. You may lack the technical skills, you may not have any musical knowledge. You probably do not want to also. But still want to play or more importantly express yourself. This is punk, as it has always been. Basic self expression on a gut level, energy and pathos. No need for technical skills, no need to rewrite music history, no hype. It's only punk and we like it.
Lately i have been reading a very interesteing small publication about the elements that put together the zine world and formed the network of it. They are quite the same as the ones that urge you to form a band. Frustration, alienation, lack of social skills (yes, still that in the age of social media), a denial to operate within the limits of normality, the anger and disgust that the capitalist world can put in ones soul.

By listening to the Toylettes, a punk quartet consisting of Lisa (vocals, keyboard, guitar), Alex (guitar, vocals, keyboard), Daniel (bass, vocals) and Jalla (drums, background vocals) hailing from Germany, i can definitely identify and also, with great pleasure indeed, confirm that there is no time or place suitable for the truth. Theirs and mine as well. When it's your truth, then it must be said, expressed or yelled at. The music of Toylettes, as presented in the form of the 10'' tape on vinyl and the 7 ''Achtzigertyp, could be from 1978 or 1982 or, off course, today. The beautifuly playful and ironic artwork makes them -except from the music- a pleasure to buy (yes, all of you vinyl lovers).
All the elements are there: provocative lyrics full of angst and anger, angular metallic guitars, synths that chill your brain like a cold winter morning and drums that keep the rhythm while the pose a threat to your ears. Yes they are great. Everything is in the right place and more importantly not by chance or a hipster's zeal, but by their own need of expression. So why not go and grab one?
This is d.i.y. and it still exists today.

And next you will find one of the most fun and interesting interview's ever, kept in a dialogical form, as the guys prefer it. Enjoy!


1.Why play punk?... An artistic choice or more of a personal one?

- "Because 'We are Punks, we are Punks, we are, we are, we are Punks'. So, a personal choice!"
- "It wasn't a choice at all. When we formed the band, we were not artists sitting together and developing a concept, but four people knowing they share certain musical preferences."
- "For me, it was totally clear that it would be a punk band. What else?"
- "At this time, we were going out together as a group of four a lot. Alex wanted to play in a band, Jalla wanted to play the drums and Daniel had just bought a bass. So the lineup was pretty obvious and only Lisa had to be involved. - Et voilà!"


2. D.I.Y. has a long tradition of collectivism, both in social as also in musical terms. Do you embrace that?

Yes, absolutely. Without the collectivistic approach of punk and especially in our subcultural surrounding of friends and friends of friends we could hardly do anything.
For example, we don't own (band) car, but share one with a group of people. Our rehearsal room is at the KvU, a self organized place which has a long history that goes back to the punk- and counterculture in the GDR.
Generally, our environment forms a great breeding ground for a DIY- culture, at the most places all the stuff that has to be done (infrastructure, organization, making flyers, technique, cooking, driving bands around, shifts at the bars and doors, DJing, cleaning etcetera etcetera) is (at least mostly) based on unpayed work and mutual support.


3. Is there a scene - of some sorts at least - where you live?

Berlin must have at least three or four punk scenes that are partially barely affiliated with each other. This diversification of subcultures may be a blessing and a curse at once - you'll find a place that fits nearly perfect with your preferences and character, but you risk to build a cultural ghetto...

Anyway, we're very happy to be involved in a relatively large network of people and bands that  follow each others activities with interest, sympathy and support, share infrastructure and knowledge, form new bands and have great parties.
Within that you have deep friendships and you have people you at least frequently cross paths with – "what" and "who" is the 'scene' in the end depends on your point of view. So, maybe 'network' is the better, although ugly and overused, term. A beer-drenched network full of woven little hearts.

You can get a good impression of this thing with the awesome 'Verboten in Deutschland''- Sampler from 2014 and its second volume that will be released later this year.


4. Is punk in 2017 a manierism? Do you think that this medium of expression has been consolidated?

Punk, as subcultures in general, has always payed great attention to stilistic details in music, fashion, attitude or whatever. This is somewhat manieristic, but not in a bad way: It gives you creative freedom that can be more than a rebellious surface – nothing against the beautiful rebellious surface, of course! Punk refuses to be only manieristic l'art pour l'art, even in 2017 it still claims to be political and more than a specific taste in music. Sure, the punk scene is a part of society as it is, but for a lot of people it still carries the promise that everything is possible, or that something completly different should be possible. Even in case that this was a misconception, it would be an amazingly productive and life-changing misconception.
- "What is 'Punk' anyway? Alone in Berlin there are so many styles of punk that you can hardly overlook."

- "If you gave me five randomly picked punk rock releases from 2017, I'd probably not shout 'As a guy in his thirties with a bit knowledge of pop history, i can't even think of something more exciting and interesting!'. But you totally miss the point when you focus on the musical material. Punk unfolds its relevance in individual biographies and social situations."
- "I, by far, cannot identify with everything that's labeled as 'Punk'. About 80% is bullshit. I mean... Hanging around with a mohawk and drinking canned beer may be punk, but it might also primarily be beefed up alcoholism."
- "Hey, who does not have a kind of a drinking problem?!"
- "Right. One might say that punk is also a culture of intoxication."
- "At least, hard drinking still sabotages meritocracy."
- "We deeply respect that!"


5. How would you describe your music to a ten year old child?

- "I would say: 'You can also do it'!'"
- "Yes, 'You can also do it, it's easy!' But maybe one has to have
lived through puberty to understand all the hormon driven lyrics?"
- "'Don't be afraid to be loud'"
- "'Do what you want and throw all issues of your heart into it. Anger, love, pain...'"
- "'Our music is like getting beaten up by six-year-old children, but in a good way!'"


6.  The most cliche of all: plans for the future? Albums, playing live, a career maybe?...

We really don't have a masterplan, the most important thing is that playing and the whole band stuff feels like fun and not like work. We'll rehearse on friday and play eight shows until the end of the year.
The farest we can even think of is that we would like to record some of our new songs, as soon as we have enough new songs, so maybe sometime next year, maybe for a 12", or maybe for a cassette, or ideally both.


7. What about the album cover art?

I (Daniel) had an early fascination with cereal box designs when i was a kid that went beyond costumer acquisitation. It must have been the first time i reflected on recurring aesthetic patterns. I even created a small collection of boxes from all over the world. Okay, from two different countries. Like others collected stamps. With a slight more critical view, this fascination holds on. It's a winsome and cute, yet impertinent and aggressive form of marketing. The fact that the stuff it promotes had, under health aspects, a much better image than it deserves makes it even cooler. It's interesting how this very basic idea 'Character eats things with a spoon' can be endlessly varied, is successful since decades and still seems fresh sometimes. (Maybe not unlike Punkrock?) I had the idea to adapt that for a tape-cover and fortunately, the others liked that idea. But it never had become more than an idea if Lisa did'nt came over with this finished wonderful drawing of this creepy cigarette-eating boy one day. We were enthusiastic about it and took it as a cover. And we're happy it still works on the 10" although it doesn't have the proportions of a cereal box anymore.


Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

Αγοραίοι όλοι μας



Οι "πρωτοπόροι"
αποστρατεύτηκαν πρώτοι.
Άλλοι
άλλαξαν τις στολές εκστρατείας
με αγοραία ενδύματα
πραματευτάδων και ντελάληδων.
Κάποιοι άλλοι
προτίμησαν να κλειστούν στις σκηνές τους
και να συνεχίζουν τον πόλεμο...
επί χάρτου.

Ποίημα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Convoy το 1995

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Catherine Sikora, a review and small interview



You can find another one, definitely more objective, point of view on Catherine's album Jersey from my fellow contributors at the free jazz blogspot here.

A solo recording can be a wonderfullly frightening experience. It certainly has the urgency of coming to terms with your own needs and demands of expression. No one is restraining you, be as free as you you want.
On the other hand, the only real feedback you get is your own thoughts, ideas and ambivalent reactions towards your practice. Those can be a frustrating procedure. Self doubt lurks around every corner. This is then - the solo recording - the way to test yourself and try to overcome, at least some, your fears. And stay true.
It's no coincedence that the solo sax recording has followed, so closely, improvisation's trajectory. With numerous solo recordings from great practicians of the instrument (also a lot of women thankfully), many new paths have been opened in many ways of playing and presenting new material.

The review:

As i make my way through the day after another night of restless sleep, it must be of no coincedence that i was eager, at last, to write about this album. On the liner notes of this cd (another fine release of Relative Pitch records) there's a photo of someone's note, a neighbour, who, having listened a lot of Catherine Sikora's rehearsals, is thanking her about the experience.
I feel the same way. Jersey has the ability to furl around you and warm you. While i personally love the timbre of the tenor saxophone, i understand that it takes much more to make it sound like that. Having played a little bit of wind instruments myself, there's always this intimate connection with them. You are attached with it, you breath into it, it's like a lover and a comrade to any direction you want to go. And believe or not, the image of a man or a woman blowing through a saxophone is exhilaratingly erotic for me.
Certainly Evan Parker tells it like it is in the liner notes ( one more reason to buy this cd by the way...) and i strongly agree - if i may-  that this is a recording looking both ways through time: one way towards the past and, certainly into the future. Having no technical knowledge about the tenor sax, sometimes i feel it has by nature a rough and down to earth sound. Well, it might, but this down-to-earthness of Jersey is by no means an accident. It reflects Sikora's ideas and feelings.
Don't ask me about notes and phrases. I want to tell you about feelings, ideas and energy. Ok there are melodies, spontaneous ones, but most importantly there is a general feeling of urgency by someone who wishes to express herself in humble but rich and sentimental way.
Finally i strongly agree with Paul Acquaro's remark in free jazz blogspot. You are under-recorded Catherine, go ahead and give us more.





The interview:

1. Why make a solo album instead of any kind of collaboration? Was it a need for a personal statement?

Making a solo record was a natural progression for me. I have been playing solo concerts for several years now, and I included some solo tracks on my recording Clockwork Mercury. I love playing solo, and I find that because it is so challenging it really makes me grow as a musician, but truthfully the real motivation is that solo records and concerts are by far my favorite to listen to. 

2. Relative Pitch is in my opinion one of the most important labels in improvisation right now. How was this production realised?

I agree with you, Relative Pitch is a fantastic label, and is doing very important work. I had spoken with Kevin Reilly about making a solo record, and he said that he would release it on Relative Pitch. I recorded the album myself at home, and my husband Eric Mingus mixed it. Kevin arranged for the mastering of the recording, and took it from there. 

3. Do you live by your music? 

As well as playing I teach quite a lot, mostly online lessons at the moment, which works wonderfully well. Teaching gives me so much, I stay connected to a sense of wonder through my students; the excitement when a person discovers something new, or gains a new understanding of something that they found difficult, is tremendously rewarding to me, and it informs my practice and keeps me focused. 

4. In his recent - really worth reading -book the sax improvisor Jack Wright claimed that improvisation is a way to work and not necessarily a way to live or trancend your ideas. Do you agree?

Jack Wright is a formidable player, and I must get myself a copy of the book. Without having read it I really can't comment.

5. Do you place yourself within the expanded tradiiton of jazz as a free improvisational idiom?

My work is most definitely coming out of the expanded tradition of jazz, and I consider myself a free jazz/ avant jazz musician, not a free improviser. Additionally, it is important to note that I do not only work in free jazz settings. I work with composers, (notably Enrique Haneine), and I am always open to more such opportunities. Last month I was in Kassel, Germany for two weeks working with Ursel Schlicht as part of her SonicExchange quintet. This group, which consists of Ursel on piano, Stephanie Griffin on viola, Hilliard Greene on bass and Andrew Drury on drums, as well as myself on tenor and soprano saxes, plays free jazz, but we also work with pieces written by each member of the group. I find this to be very enriching and it enhances the communication and understanding within the group. 

6. Do your goals as a human being  identify with those as a musician? Is the philosophical pursuit of happiness something that motivates you as an artist as well?

I can't see how I would separate my goals as a human being from those as a musician—everything is inextricably connected. The philosophical pursuit of happiness in and of itself is not something I can say is purely a motivation to me as an artist, but of course playing and writing, even when it is very challenging, is enormously rewarding to me so the end result is happiness...the fact that I am following a career as an artist, choosing to do something that I love, is I suppose the pursuit of happiness in a larger way. 



Κυριακή 13 Αυγούστου 2017

Κρίμα να μην είσαι εδώ*




Περνούν οι μέρες γρήγορα
μα μερικές φρενάρουν.
Με παίρνουν στην καρότσα τους
κι όμορφα με βολτάρουν.
Γελούν με τα φτιασίδια μου
χαϊδεύουν τις πληγές μου.
Μεθάνε και μου δίνονται
και γίνονται δικές μου.
Φεύγουνε κοκκινίζοντας
και μ' αποχαιρετάνε.
Και μένω πάλι μόνος μου
να σε ξαναθυμάμαι.


*Για τον πατέρα μου

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Sofia Coppola, μια εικονοκλάστρια του σύγχρονου κινηματογράφου




Πήγα σινεμά για δω την Αποπλάνηση της Σοφία Κόπολα μη έχοντας δει ταινία της για χρόνια. Μικρό το κακό, ίσως, μια και η Κόπολα δεν συγκαταλέγεται στις πολυγραφότερες των δημιουργών.  Μέσα σε λιγότερο από 48 ώρες αφότου είδα την Αποπλάνηση, παρακολούθησα ξανά τις πρώτες τις, θαυμάσιες, ποπ ματιές στο σύγχρονο κινηματογράφο, τα Virgin Suicides και Lost in Translation.

Όλα τα παραπάνω το καλοκαίρι του 2017 σε μια αλληλουχία εβδομάδων όπου και πάλι ο μοντέρνος κινηματογράφος κυριαρχείται από την ανδρική ματιά και τα μεγάλα μεγέθη. Αποτελεί μια ολοκληρωμένη αντίφαση, μια και ο Κρίστοφερ Νόλαν είναι ένα σπουδαίος σκηνοθέτης, αλλά το φιλμικό υπερθέαμα της Δουνκέρκης είναι άλλη μία εκκωφαντική επιβεβαίωση του ανδρικού κόσμου που ονομάζουμε κινηματογράφο. Στα πλαίσια - και εξ ορισμού αυτής - της μεγάλης οθόνης και των απαιτήσεων της, η ανδρική και πατριαρχική ματιά συνοδεύει, χέρι με χέρι, τα μεγάλα θεάματα. Μεγάλοι ήρωες, κατά βάση άνδρες πρωταγωνιστές, ανδρικοί ηρωισμοί.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν αποτελεί τα φιλμικά θέσφατα της Κόπολα. Πλησίασα την Αποπλάνηση έχοντας  αμφιβολίες. Το πρώτο της μέρος είχε τις αδυναμίες του: η συνηθισμένη πλοκή συνοδευόταν από την εμφανή αδυναμία - νισάφι πια μ'αυτόν - του Κόλιν Φάρελ να ακολουθήσει τις έξοχες ερμηνείες του γυναικείου καστ. Η αδύναμη πλοκή του πρώτου μισού σου τραβά την προσοχή απ' όλα τα υπόλοιπα που χτίζουν την ταινία. Η μπαρόκ ατμόσφαιρα ρομαντισμού συνοδεύεται από την αντίστοιχη φωτογραφία αλλά και μουσική. Τα πλάνα της Κόπολα -περιορισμένα στα ελάχιστα τετραγωνικά της βικτοριανής έπαυλης και του κήπου της - δημιουργούν μια ατμόσφαιρα δράματος δωματίου. Ο εναλλακτικός τίτλος που θα μπορούσες να δώσεις είναι προδοσία.

Η ποπ αισθητική προηγούμενων ταινιών της Κόπολα αντικαθίσταται εδώ με το μπαρόκ και τον ρομαντισμό. Η σκηνοθέτις υπηρετεί αυτή της την επιλογή με τον ίδιο φανατισμό: μινιμαλισμός, εμμονική σημασία στη μικροκλίμακα της εικόνας, διείσδυση στο μικρόκοσμο των προσωπικών συναισθημάτων. Μέσα από τις ερμηνείες του γυναικείου καστ, με προεξάρχουσα τη Νικόλ Κίντμαν, γευόμαστε τα καλά του επαγγελματισμού της show biz. Ρόλοι δουλεμένοι στη λεπτομέρεια τους που υπηρετούν τη μικροσκοπική καλλιγραφία της ταινίας.



Γυρνώντας πίσω στη φιλμογραφία της παρατηρούμε -τη εξαιρέσει ενός από τους σπουδαιότερους καρατερίστες του σύγχρονου κινηματογράφου, του Bill Murray, πως οι επιλογές της είναι γυναικείες. Σχεδόν κάθε ρόλος που η Κόπολα επιλέγει ως χαρακτηριστική έκφραση των ταινιών της είναι γυναικείος. Πριν μιλήσει κανείς για αντεστραμμένο σεξισμό, ας περιμένει πρώτα να έρθει η ισότιμη αντιμετώπιση των δύο φύλων στον κινηματογράφο.

Λίγα χρόνια πριν, το 2012, μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες ανεξάρτητες δισκογραφικές, η Entr' acte, κυκλοφόρησε το Mikroklimata της Helen Gough. Σ αυτό το cd η καλλιτέχνις πραγματευόταν τις εντάσεις - ηχητικές και συναισθηματικές που ενυπάρχουν μέσα σε ηχητικούς και χωρικούς μικρόκοσμους. Έχω την εντύπωση πως το ίδιο ακριβώς υποδαυλίζει η Κόπολα ( σε αντίθεση με τα συνήθως μεγαλεπήβολα φιλμικά background του πατέρα της ) στις ταινίες της. Κάνει focus στη λεπτομέρεια, επιχειρεί όχι απλά να αναδείξει αλλά να μετατρέψει σε πρωταγωνιστή καθετί μικρό. Δεν απλώνεται χωρικά και χρονικά αλλά αποδέχεται πως η καθημερινότητα μας προχωρά με μικρά βήματα και αυτά προσπαθεί να μετουσιώσει  σε εικόνες.

Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές συνειδητοποιώ πως η αναπάντεχη αλλαγή της πλοκής στο δεύτερο μέρος της Αποπλάνησης λειτούργησε αντίστροφα του αναμενόμενου. Την ώρα που μετάλλαξε τους χαρακτήρες που παρακολουθούσαμε ως τότε, κατάφερε, παράλληλα να αναδείξει τη σκηνοθετική μαεστρία της ίδιας. Όλα τα παραπάνω είναι ένα κολάζ ιδεών, όχι εύκολα πραγματοποιήσιμων που η ίδια και οι συνεργάτες της ταίριαξαν σε εικόνες.  Το less is more είναι εύκολο μόνο να το γράφεις. Συνειδητοποιώ επιπλέον πως τα ίδια με τελείως διαφορετικά υλικά είχε φέρει εις πέρας στα δύο πρώτα της αριστουργηματικά φιλμ που ήδη ανέφερα.

Μια πραγματική χαμαιλέοντας με το δικό της μινιμαλιστικό καλλιτεχνικό όραμα. Ίσως ( και ) γι' αυτό οι ταινίες της όσο και να κινούνται στο χρόνο παραμένουν μια ανοιχτόμυαλη ποπ ματιά της οικονομίας του χώρου.

Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Φαιά Πανούκλα



"Είναι αλήθεια βέβαια ότι στη στρατιά των ναζί βρήκε παχνί το κατακάθι του πολιτισμού. Είναι αλήθεια ότι εκεί βρήκε την ευκαιρία να τραμπουκίσει, να παίξει με το πιστόλι. Πίσω του, όμως, βρίσκεται η αγροτική μάζα, με τ' απούλητα προϊόντα της και τα χαμηλά μεροκάματα, ολόκληρη η μεσαία τάξη που βρίσκεται σε αποσύνθεση, οι μικροαστοί που καταστράφηκαν από τον πληθωρισμό και την κρίση και που μάχονται ενάντια στον ανταγωνισμό του μεγάλου κεφαλαίου, ενάντια στην προλεταριοποίηση που τους απειλεί. Κι ακόμα πλατιά στρώματα εργατών με κλονισμένα τα νεύρα από την πείνα και την ανεργία και, προπάντων, μια νεολαία χωρίς ψωμί, χωρίς δουλειά, χωρίς μέλλον."

Ντανιέλ Γκερέν "Η Φαιά Πανούκλα" 

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Γίνομαι το τίποτα




Η ανάγκη  για την παρουσία μουσικής στην καθημερινότητα μου, αποτελεί μέρος του μεγίστου των επιθυμιών μου. Όταν βρίσκομαι μέσα στη φύση, νοιώθω αληθινά κομμάτι της, την ακούω και την αφουγκράζομαι, με αγκαλιάζει, αυτή η επιθυμία παύει να υπάρχει.
Εκμηδενίζεται.
Οι ήχοι του φυσικού περιβάλλοντος - τα τζιτζίκια, το θρόισμα των φύλλων, η συνεχής κίνηση του ουρανού, η ζέστη και το κρύο - αποτελούν την απόλυτη ηχητική παλέτα, Μέσα και έξω μου. Γίνομαι το τίποτα μέσα στο σύνολο και ολοκληρώνομαι. 

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

Ο Τομ Ρόμπινς ως άλλος Πίνσον και το Βιετνάμ ως αφετηρία





"Για να μη μιλήσουμε για εκείνη την υπέροχη χαρά που θα ένοιωθε πια κάθε στιγμή της ζωής του επειδή είχε ξεγλιστρήσει για άλλη μια φορά από το ατσάλινο δίχτυ της εξουσίας"


Να δανείζεσαι και να δανείζεις βιβλία. Αυτή η κίνηση, ίσως, είναι ένα από τα δοτικότερα των δώρων. Και να τα δίνεις/παίρνεις πίσω στην κατάσταση που ήταν. Για όλους εμάς τους φετιχιστές των αντικειμένων. Κάπως έτσι έφτασε στα χέρια μου το Villa Incognito του Τομ Ρόμπινς. Δεν τον είχα διαβάσει ποτέ, τα σχόλια που τον συνόδευαν ήταν ανάμεικτα.

Η αρχή, χρονικά της ιστορίας - μιας ιστορίας που κινείται με αφάνταστη α λα Πίνσον άνεση μεταξύ του σουρεαλιστικά φανταστικού και της ωμής πραγματικότητας - είναι ο πόλεμος στο Βιετνάμ. Αυτός ο παραλογέστερος των παράλογων πολέμων κατά τον ίδιο τον Ρόμπινς. Δεν θέλω να μιλήσω γι'αυτό όμως. Ήταν, πιστεύω, το τέλος μιας μακράς πορείας του - όχι μόνο ταξικού - πολέμου μεταξύ εξουσίας και αντεξουσίας στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Τον νικητή τον ξέρουμε όλοι βέβαια.

Τα στοιχεία που βρήκα στο Villa Incognito  μου θύμισαν - σε μικρότερο βαθμό αλλά και δόσεις - τον αλλόκοτο αλλά και γειωμένο κόσμο του Τόμας Πίνσον και τις καταστάσεις που περιγράφει στο Vineland. Πριν μετατραπεί αυτό το κειμενάκι σε μια απλή καταγραφή δεδομένων ή στοιχείων εντυπωσιασμού, οφείλω να ομολογήσω την αμετροέπεια πνεύματος σε όλη τις σελίδες του. Ένα πνεύμα, όμως, όπως και ο μεγάλος Πίνσον που δεν αναλώνεται στην επίδειξη - ακούσια έστω - της πνευματικής ανωτερότητας του δυτικού. Αντίθετα, ο τρόπος που σου πασάρει τις αλήθειες άλλων πολιτισμών και ανθρώπων συνδυασμένος με την αηδία για κομμάτια του μοντέρνου τρόπου ζωής, φανερώνει μια βιωμένη γνώση.

Σπανιότατα το γράφω αυτό, αλλά η  ιστορία του Villa Incognito θα μπορούσε να τεντωθεί σαφώς περισσότερο, με τον τρόπο ακριβώς που ξέρει να το κάνει ο Πίνσον. Για τη δική μας απόλαυση πρώτα απ' όλα. Με την πλοκή να διαδραματίζεται σχεδόν αποκλειστικά εκτός της Αμερικής, η φαρέτρα του είναι γεμάτη με κριτική απέναντι στη χώρα του. Καθημερινοί άνθρωποι, πράκτορες, ζώα γεμάτα σοφία που μιλάνε, κάνουν έρωτα, πονούν και λυπούνται ( για κοίτα, έχουν ψυχή τα ζώα; ), πράκτορες μυστικών υπηρεσιών που κουβαλούν την αρρώστια των αφεντικών τους - μοιρασμένες απορίες για το παράλογο και το λογικό ενός πλανήτη που επεκτείνεται προς το εσωτερικό του και κοντεύει να διαλυθεί.

Το Villa Incognito λειτούργησε ως άλλη μια θρυαλλίδα, όχι της ευχαρίστησης που σου προκαλούν τα μεγάλα αριστουργήματα της τέχνης του λόγου, καταστρατήγησης όλων των μικρών λογικών που, τελικά, με δημιουργούν και με ορίζουν.

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Dafne Vicente-Sandoval "Solo II" ( J.Ullmann) στο Ωδείο για την Documenta 14




Γνωρίζω τη Dafne Vicente-Sandoval από τις θαυμάσιες ηχογραφήσεις της στην Potlatch, όπου ο μινιμαλισμός συνδέεται οργανικά με τις εντάσεις του ηχοχρώματος του bassoon, ένα ιδιαίτερο μουσικό όργανο, ικανό - όπως όλα τα πνευστά -να λειτουργήσει κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Οι εμφανίσεις τής, είτε μιλάμε για studio ηχογραφήσεις, είτε ζωντανά, προδίδουν την εύθραυστη παρουσία της.

Η παρουσία του ίδιου του Jacob Ullmann στο Ωδείο: έμοιαζε να αγωνιά, ήταν συμπαθητικός και διακριτικός χωρίς καθόλου τον αέρα ακαδημαϊσμού που διακρίνει πολλούς σταρ της αβάν-γκαρντ εδώ και δεκαετίες. Το έργο του, το Solo II for trombone/bassoon είναι μια σύνθεση που αφήνει αρκετή ελευθερία στον μουσικό ( έντονη η επιθυμία του Ullmann πάνω σε αυτό ), απαιτώντας, παράλληλα τη σιωπή από το κοινό. Η επιμονή στην λεπτομέρεια που επιζητά την ησυχία για να αναδειχθεί, συνδυάζεται με μια θεμελιακή αναρχική ευελιξία του αρχικού score. To Solo II καθίσταται εξαιρετικά απαιτητικό τόσο για τον μουσικό, όσο και για τον ακροατή σωματικά και πνευματικά. Πρέπει να είσαι εκεί αποφασισμένος πως θα ακούσεις, θα προσέξεις, θα παρατηρήσεις και θα αφουγκραστείς.

Έχω σαφές πρόβλημα με την υποχρεωτική, συχνά-πυκνά, επιλογή να παρακολουθείς καθιστός μια live performance. Στην προκειμένη περίπτωση - αναλογιζόμενος τις παραπάνω συνισταμένες - δεν μπορoύσα νa βρω εναλλακτική. Η συναυλία ακολουθούσε την πορεία μιας ημιτονοειδούς συνάρτησης: κοιλάδες ησυχίας και περίσκεψης ακολουθούνταν από όροι εντάσεων όπου η κανονιστική αρχή του έργου απαιτούσε να είσαι εκεί, διαφορετικά σε προσπερνούσε.




Ρεαλιστικά, ο αποστειρωμένος χώρος του Ωδείου δεν έφερε το κοινό και την καλλιτέχνη πλησιέστερα, ούτε και εξίσωσε τα δύο μέρη. Περισσότερο και από το ίδιο το έργο ήταν η παρουσία του συνθέτη που προσέφερε μια μεγαλύτερη οικειότητα και άνεση στον ακροατή. Θεωρώντας τον Jacob Ullmann έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες-φορείς της μουσικής πρωτοπορίας των τελευταίων σαράντα ετών, το Solo II οριοθέτησε μέσα μου κάτι, σχεδόν, εντελώς, νέο, που δεν γνωρίζω ( αλλά το εύχομαι ) να ήταν μέσα στις επιθυμίες και του ίδιου. Μου έδωσε τον προσωπικό χώρο να αναπνεύσω μαζί με τις δικές μου σκέψεις και τα δικά μου συναισθήματα ανάμεσα στις εντάσεις που με κρατούσαν καθηλωμένο στη συγκεκριμένη πραγματικότητα εκείνης της ώρας και αυτού του χώρου.

Μετά την αρτηριοσκλήρωση των μεταπολεμικών μουσικών πρωτοποριών,έχω έντονα μέσα μου την παραπάνω πραγμάτωση ως το ευκταίο για τη σύγχρονη αβάν-γκαρντ και ο Ullmann με το συγκεκριμένο αλλά και άλλα έργα του το πετυχαίνει σχεδόν σε απόλυτο βαθμό.

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Ο Κιμ Κι Ντουκ παράγει πολιτική με "Το Δίχτυ"





Καθώς μεγαλώνω η επιθυμία για συγκεκριμένες (και δη πολιτικές ) απαντήσεις από την τέχνη του κινηματογράφου βαίνει συνεχώς μειούμενη. Το παραπάνω αποτελεί βασική αιτία αργοπορίας αυτό του σχολίου, μια η ταινία παίζεται εδώ και εβδομάδες. Θεωρώ, ξεκάθαρα, καθετί που ξεκινά την πορεία στη δημόσια σφαίρα πολιτικό, οπότε πλέον είμαι αρκετά αμφίθυμος όταν η πολιτική τοποθέτηση εκφράζεται με κραυγαλέα μέσα. Αυτή τη στιγμή γενικεύω, προσπαθώντας να δώσω μια συνισταμένη μια και Το Δίχτυ παίρνει αλλά και συνάμα δεν παίρνει θέση.

Παρακολουθώντας τον Κιμ Κι Ντουκ ως γνωστό σκηνοθέτη που δεν πολυβλέπω τις ταινίες του, μπορώ μόνο και πάλι να γενικεύσω: δεν ξέρω πως λειτουργεί στο θυμικό του ο διαχωρισμός στη χερσόνησο της Κορέας, μπορώ μόνο να υποθέσω πως τον πονά (αυτόν και τόσους άλλους και άλλες εκεί), όπως καθετί βίαιο και τεχνητό που, παράλληλα, δεν αποτελεί μια μακρινή χρονική ανάμνηση, ούτε απέχει γεωγραφικά πολύ. Όπως και στην περίπτωση της Κύπρου - με πολύ μεγαλύτερη ένταση όμως - η διαίρεση αποτελεί μια τραγική καθημερινότητα.

Η ιστορία ανήκει στον  οικογενειάρχη ψαρά που ζει ήσυχα και σαφέστατα φτωχικά, με τον ποταμό που ψαρεύει να αποτελεί το σύνορο δύο χωρών και δύο κόσμων.  Όταν η μηχανή της βάρκας χαλάει, το ρεύμα τον παρασύρει στο νότο και οι κάθε είδους περιπέτειες ξεκινούν. Ευτυχώς, πρώτα και κύρια για την αξιοπρέπεια του σκηνοθέτη, δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Μέχρι να φτάσεις εκεί, όμως, ξεκινάς από την ποιητική διαδρομή μιας απλής και ήρεμης ζωή η οποία παλεύει να αγκιστρωθεί σε μια μικρή οικογένεια (πόσο αντιηρωικό όλο αυτό ) έχοντας όλους τους δαίμονες του απολυταρχισμού απέναντι της. Θα μπορούσε να είναι ένα σχόλιο για το πως η δική μας ελευθερία εξαρτάται από την ελευθερία των άλλων. Δεν μπορώ να είμαι ελεύθερος, όσο δεν είναι όλοι, ούτε πραγματικά χαρούμενος και ευτυχισμένος. Ξεκάθαρη πολιτική θέση.

Το μεγαλύτερο κομμάτι της πλοκής, αναμενόμενα, διεξάγεται στο Νότο. Εκεί τον μαζεύουν και οι συγκρουόμενες δυνάμεις φτάνουν, οριακά στο σημείο να εξολοθρεύσουν τον πρωταγωνιστή: η πίστη στο "ελεύθερο" καπιταλιστικό καθεστώς του Νότου, η προσπάθεια να τον μεταπείσουν, ο φόβος του ίδιου για τα τρομακτικά αντίποινα πίσω στη βόρεια πατρίδα αν πει το ναι και, φυσικά, η αγάπη. Για τη γυναίκα και το παιδί του. Ο φόβος μου πως όλο αυτό θα παρουσιαζόταν ως μια γκροτέσκα α λα checkpoint charlie αντίθεση του καλού καπιταλισμού ενάντια στην απολυταρχία του υπαρκτού σοσιαλισμού εξαϋλώνεται άμεσα. Αντικαθίσταται από μια υπερβολή σε όλα, μια υπερβολή που δεν έχω τα στοιχεία να την αντιμετωπίσω. Στο νότο είναι το ίδιο φανατικοί, βίαιοι, δολοπλόκοι και καιροσκόποι. Οι ερμηνείες τονίζουν ιδιαίτερα αυτή την εντύπωση, σεν αντίθεση με τη φωτογραφία που παίζει μεταξύ του ονείρου και του απειλητικού εφιάλτη.

Το άτομο οπως και στο Βορρά, αλλά με άλλα μέσα, συνθλίβεται σε ψεύτικες απολαύσεις, άχρηστες στα μάτια ενός ανθρώπου που δεν τις έχει μάθει και στην ουσία δεν τις έχει ανάγκη. Εκεί ακριβώς, μαζί με την υπερβολή στην προσπάθεια του σκηνοθέτη να τους καταδείξει όλους κακούς, χωλαίνει η ταινία. Λαϊκίζει στην απλοϊκότητα του ατομικισμού, προσπαθώντας να μας πείσει πως, στον παγκοσμιοποιημένο πλανήτη του 2017, η απάντηση είναι μια εξατομικευμένη ηθική στάση που εμφορείται κυρίως από την αγάπη. Προφανώς και αυτή είναι μία από τις απαντήσεις, αλλά όχι η μοναδική, όχι η σημαντικότερη. Ο κόσμος μας, δυστυχώς ή ευτυχώς, περιλαμβάνει περισσότερα χρώματα πέρα του άσπρου και μαύρου μεν, αλλά είναι σημαντικά πιο πολύπλοκος δε.

Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

Put the freaks up front




"Ο χρόνος είναι τώρα
  και ο τόπος είναι εδώ"

-Μωρά στη Φωτιά


Κάμποσες φορές η μουσική δημιούργησε ένα χωροχρονικό τούνελ που καθόριζε την πραγματικότητα μου. Καθημερινή και πνευματική. Συχνά αυτό το τούνελ κατέληγε σε γεωγραφίες μακρινές. Σαν το θάλαμο του Doctor Who με τη διαφορά πως γνώριζα τον τελικό προορισμό. Ίσως αυτό το απίθανο κομμάτι των τίτλων της αρχής της σειράς ( μια σπουδαία συμβολή του BBC Radiophonic Workshop στη σύγχρονη κουλτούρα ) θα μπορούσε να συνοδεύει αυτά τα φληναφήματα.

Ξέφυγα. Ειδικά σε παρελθοντικούς χρόνους η μουσική - και οι προσωπικές μου διεκδικήσεις μέσω αυτής - αποτελούσαν το drive πολλών εσωτερικών αναζητήσεων. Δεν ξέρω πως αλλιώς να το περιγράψω, μα μέσα μου γινόταν πόλεμος. Απέναντι πάντα βρίσκονταν - με διαφορετικές μάσκες κάθε φορά - η κανονικότητα από τη μία και το κυνηγητό της προσωπικής ελευθερίας από  την άλλη.

Το Λονδίνο ήταν ( και ως ένα σημείο είναι μέχρι σήμερα ) πάντα φιλόξενο για 'μένα. Εκείνη την περίοδο έτρεχα να ξεφύγω από ένα χρόνο σωματικής και πνευματικής αποχαύνωσης ή αλλιώς εθνικός στρατός. Καλή επιλογή το Λονδίνο, όσο μακρύτερα τόσο καλύτερα. Δεν ξέρω, όμως, αν πρέπει να προχωρήσω σε αυτά τα ψυχαναλυτικά μονοπάτια. Σκοπός μου είναι να μιλήσω για το μέρος και το τι βίωσα εκεί.

Ήδη το 2006 είχα, απόλυτα δικαιολογημένα πιστεύω, σπάσει τους δεσμούς μου με το ροκ. Οι αιτίες έχουν ξαναγραφτεί σε αυτό το μπλογκ αλλά που να θυμάσαι και σιγά μην τα έχεις διαβάσει, πάρε μερικές από  αυτές: μανιέρα, κανονιστικότητα που απέχει παρασάγγας από τον ορισμό της ελεύθερης τέχνης, ευπώλητο προϊόν, ματσίλα και σεξισμός, έλλειψη φαντασίας και περιπέτειας.

( Δεν είχε πεθάνει εντελώς μέσα μου, όμως, ούτε το'χα κηδέψει οριστικά. Κάποιες στιγμές κοιτάς τον σκοτεινό ουρανό με την ελπίδα να βρεις τις λίγες φωτεινές πηγές που θα κάνουν τη φαντασία σου να καλπάσει. Σαν αυτά τα πολύ μακρινά φώτα να κρύβουν μέσα τους ενέργεια ζωτικής σημασίας. )

Κάνοντας μια φτωχή παρομοίωση, ως κάτι ανάλογο είχε λειτουργήσει μέσα το free-folk ( ας το πούμε έτσι ) κίνημα των αρχών των '00"s. Όλως τυχαίως - καλύτερα καθόλου τυχαία - συνδύαζε μέσα του το απρόβλεπτο του ψυχεδελικού τζαμαρίσματος με τη ναρκωμένη και  γειωμένη, συχνότατα χωρίς ηλεκτρισμό, αισθητική της φολκ. Συνέβαινε σε μεγάλο βαθμό σε μια από τις πολλές μας κοντινές Αμερικές, έξω από τις πόλεις, σε σπίτια μέσα σε δάση, σε βουνά, σε μέρη που κάποτε γνώρισαν τους χριστιανούς πουριτανούς και το κυνήγι μαγισσών. Όλα όσα συνέβαιναν τότε προσιδίαζαν την απύθμενη άβυσσο των ιστοριών του Τόμας Πίνσον: άρνηση, χιούμορ και ειρωνεία, σουρεαλιστικές χειρονομίες, έξαψη. Όλα μέσα σε πολλές εικόνες που βρίσκονταν μέσα σε άλλες περισσότερες. Μια μπάμπουσκα ελεύθερης έκφρασης...

Οι Sunburned Hand of The Man διέθεταν όλα τα παραπάνω σε πολλαπλές δόσεις και, σε αντίθεση με τους No-Neck Blues Band που ήταν με όλες τους τις αισθήσεις παιδιά της πόλης, μπορούσαν να μεταδώσουν τη ζωτικότητα τους κρυμμένοι πίσω από τα δέντρα, στην άλλη μεριά του ξέφωτου. Είχαν ένα rotation ανθρώπων κάθε φορά ώστε να μην ξέρεις ποιοι και πόσοι θα εμφανιστούν. Πόσο γαμάτο.

Quite fittingly η εύρεση του venue ήταν μια εξίσου πινσονική περιπέτεια. Νότια του Τάμεση, προς Brixton. Ψάχνοντας, οι περισσότεροι δεν μιλούσαν αγγλικά, η μυρωδιά του μαύρου σου έκαιγε τα ρουθούνια, ενώ - κοίτα να δεις - η πόλη δεν ήταν τόσο φωτεινή πλέον. Θα μπορούσε αυτό το κείμενο να αποτελεί μια ωδή στις ικανότητες μου στον προσανατολισμό. Φυσικά ο χώρος κάποια στιγμή εμφανίστηκε από μόνος του. Ακόμη φυσικότερα δεν είχε απολύτως τίποτα έξω που να προδίδει το τι συνέβαινε μέσα, αλλά γεμάτο κόσμο ήταν. Που στο διάολο τα ξετρυπώνουν εκεί πάνω αυτά;

Προσπαθώ και πιέζομαι εξαιρετικά να μην γράψω μια απλή περιγραφή της συναυλίας. Παράλληλα, με τα έντεκα χρόνια που έχουν περάσει από τότε, τα συναισθήματα και οι εντυπώσεις έχουν κατασταλάξει ενώ οι φωτογραφικές αναμνήσεις κρύβονται σε κάποια κύτταρα του εγκεφάλου μου που, πιθανότατα, είναι από καιρό νεκρά. Μην με παρεξηγήσεις, εν σου κλείνω το μάτι, οριακά straight edge ήμουν πάντα...

Ο θόρυβος γενικά και το noise ειδικά ήταν πρόσφατοι μουσαφιραίοι στη ζωή μου. Ο αισθητικός νιχιλισμός του noise και η ασυμβίβαστη αντιμετώπιση των υλικών του ( μαζί με την όλο και πιο έντονη αναζήτηση αυτοσχεδιαστικών μουσικών από τη μεριά μου ) είχαν κλονίσει κάθε σταθερά. Όταν εμφανίστηκαν οι Skullflower ως support act, τους γνώριζα ελάχιστα. Δεν θυμάμαι ποιος ήταν μαζί με τον Matthew Bower. Για είκοσι λεπτά οι δύο κιθάρες συντάραξαν καθετί μη σταθερό μέσα μου. Είχα ακούσει πολλές φορές το feedback μιας κιθάρας και τις κάθε είδους αλλοιώσεις που προκαλεί. Εδώ, όμως, ήταν κάτι διαφορετικό. Μια ηχητική επίθεση όπου το feedback ήταν το πρώτο πλάνο και όχι το τέλος της διαδρομής. Ήταν ο πυρσός που έκαιγε και όχι οι τελευταίες αναλαμπές. Ήμουν ήδη σε trance.

Οι Sunburned βγήκαν, Θυμάμαι μόνο πως είχαν μαζί τους τον Mick Flower πριν τον λατρέψω μέσα από το ντουέτο του με τον Chris Corsano ) των Vibracathedral Orchestra. Ήταν όλοι τους κόκκαλο. Εντελώς όμως. Όλο αυτό ήταν ήδη ιδιαίτερα επιθετικό. Απρόβλεπτο.  Υπήρχε αντιπαράθεση, πολλές στιγμές όχι τεχνητή. Ήμουν με απ' τη μεριά του κοινού, ενός χιπ κόσμου, αμφιταλαντευόμουν. Ο John Moloney απήγγειλε σαν ένας άλλος Beefheart πάνω απ' τις γραμμές του βινυλίου στο Trout Mask Replica. Μάσκες ζώων άλλαζαν χέρια και κεφάλια. Το ίδιο και τα όργανα, θορυβώδεις θιασώτες της επί σκηνής τρέλας. Δεν υπήρχε αρχή, μέση και τέλος. Όλα ήταν ρευστά, κινούμενα προς διάφορες κατευθύνσεις, κινούμενα έξω από προβλέψεις και λίστες τραγουδιών. Δεν ξέραμε που πατούσαμε και που βρισκόμασταν - κυρίως αυτοί. Μάλλον παντού και πουθενά.

Επιτέθηκαν στην κανονικότητα μας με όλα τους τα όπλα, οι καριόλιδες. Έμεινε, εκείνη η βραδιά, ως μια από τις ελάχιστες στη ζωή μου που παραδέχτηκα τα ναρκωτικά ως μέσο απελευθέρωσης.  Δικής μου μέσω της εκούσιας συμπόρευσης μου. Υπήρχε ηλεκτρισμός και ελευθεριακότητα. Πρόζα, περφόρμανς, χορός και κάποιες νότες. Ρυθμοί που εξαφανίζονταν και εμφανίζονταν ξανά, κιθάρες που στροβιλίζονταν όπως όλοι μας - κάποιοι χάνονταν στο δικό τους κόσμο, άλλοι ανάμεσα μας. Ήταν τα πάντα και το απόλυτο τίποτα. Αυτό που χρειαζόμουν. Ότι καλύτερο σε rock n' roll συναυλία που παρακολούθησα ποτέ, δεν ήταν καν συναυλία αλλά μια άυλη πραγματικότητα. Μια τελετή σαμάνων.

Το ροκ είχε φτάσει στο τέρμα του μετά από εκείνη τη μέρα. Μέσα μου είχε πεθάνει, δεν θα μου έδινε τίποτε περισσότερο πια.

Κυριακή 11 Ιουνίου 2017

Η οπερέτα του Καραθάνου



Το βασικό υλικό γι' αυτή την παράσταση είναι αρκετά ριζοσπαστικό και κανονιστικά ανατρεπτικό. Είναι σχεδόν αδύνατο να ξεφύγεις από τις προθέσεις του συγγραφέα. Ο πνευματικός κόσμος του Βίτολντ Γκόμπροβιτς, έτσι όπως παρουσιάζεται σε αριστουργήματα του όπως το Φερντυτούρκε, δεν χωρούσε στη δυσπλασία του υπάρχοντος. Ο Νίκος Καραθάνος, σκηνοθέτης της παράστασης, προσέθεσε μια σύγχρονη, μοντέρνα (φοβάμαι να πω μεταμοντέρνα μη με πάρουν με τις ντομάτες) προσέγγιση μια και αυτό το θέατρο πρεσβεύει.

Ένα στοιχείο που συχνά λείπει στα θεωρητικά κείμενα για την τέχνη και στις κριτικές για τα οσα πράττουν οι καλλιτέχνες, με βάση τη δική μου οπτική των πραγμάτων, είναι η γείωση με την πραγματικότητα. Η συγκεκριμένη παράσταση για την οποία γράφω αυτή την κριτική ήταν η τελευταία της σαιζόν. Έχει τη σημασία του, γι' αυτό και το αναφέρω. Στην προκειμένη περίπτωση η γνώση των ρόλων και των λειτουργιών της παράστασης, η εμπειρία στην αναμέτρηση με τον πεσιμισμό του έργου, φάνηκαν να υπερισχύουν απέναντι στον αθροιστικό σωματικό κάματο της επανάληψης. Όλες και όλοι έμοιαζαν απόλυτα εξοικειωμένοι με κάθε προσλαμβάνουσα και αιχμή του έργου, ενώ η ταύτιση με το χιούμορ και την ειρωνεία (εφάμιλλη στο έργο του Γκόμπροβιτς με την αναρχική ματιά του Αλφρέντ Ζαρύ ) έκανε τις λέξεις που έβγαιναν από τα στόματα τους να μοιάζουν απόλυτα γεννήματα του δικού τους μυαλού.

Όπως καταλαβαίνει κανείς ενθουσιάστηκα με τις ερμηνείες όλου του θιάσου, ιδιαίτερα με τους δύο πρωταγωνιστές τον Χάρη Φραγκούλη και τον Μιχάλη Σαράντη, αν και η έλλειψη γνώσεων μου για τη θεατρική γλώσσα και την οικονομία του χώρου και χρόνου της με κάνει μόνο να υποθέτω πως η διανομή ήταν μια συλλογική δουλειά, που ανέδειξε αυτές τις δύο εξαιρετικές ερμηνείες. Θα μπορούσαν να είναι κάποιοι άλλοι από τον θίασο, τόσο όμορφα δομημένες ήταν οι παρουσίες όλων.

Ο χώρος του Ρεξ αποτελεί ένα από τα κατεξοχήν θεατρικά μέρη της Αθήνας και η διαχρονικότητα του τον κάνει αρκετά ζεστό και φιλόξενο, ιδιαίτερα (αλλά και ) για όσους και όσες δεν συναπαντούν συχνά τη μαγεία της σκηνής του θεάτρου. Χαίρομαι ιδιαίτερα όταν βλέπω ότι το δημόσιο χρήμα που φτάνει στο Εθνικό Θέατρο (που δεν το λες και πακτωλό) χρησιμοποιείται με τρόπους παραπάνω από διττούς: πολύς κόσμος δουλεύει και πληρώνεται, εξίσου πολύς κόσμος ικανοποιείται με όσα βλέπει, χωρίς να τρώει στη μάπα τη χλαπάτσα της μανιέρας. Εξίσου εντυπωσιακή και καταλυτική για τη δραματουργική πορεία της πλοκής είναι η συν-παρουσία της ζωντανής μουσικής, με την ορχήστρα να κλέβει κάποιες στιγμές το βλέμμα μου σε αποκλειστικότητα, με μοναδική παραφωνία τον πιανίστα Άγγελο Τριανταφύλλου, ο οποίος ήταν και ηθοποιός και τραγουδιστής σε μια λογική του "τα κάνω όλα", χωρίς ο ίδιος να φταίει μια και ήταν πολύ καλός σε όλα. Δεν μου ταίριαξε, τόσο απλά.

Το απολύτως μινιμαλιστικό σκηνικό, σκοτεινό και απειλητικό, κυριαρχούταν από το βουνό το οποίο αποτελούσε τον καταλύτη της σκηνικής δράσης όσο και τον χώρο της ανόδου και της πτώσης των πρωταγωνιστών.  Άνοδος και πτώση, η κανονικότητα μιας μη ευτυχισμένης ζωής, ίσως και μιας ευτυχισμένης. Οι μάσκες, ενυπόγραφες καταγγελίες της έντασης του ίδιου του αρχικού κειμένου και συμβολισμοί, ίσως, της ανώτερης ηθικής ( η ηθική της εξωτερικής - και μόνο - ασχήμιας; ) απέναντι στη σύγχρονη, κωδικοποιημένη και μοντέρνα, ηθική του καταναλωτισμού και της κάθε είδους ανωτερότητας. Μέσα από σχόλια, καταπληκτικούς μονολόγους-ραπίσματα και μαύρο χιούμορ η παράσταση γεμίζει από την κριτική της με τα βέλη να στρέφονται προς τις νόρμες της κοινωνίας αλλά και τις προσωπικές οπτασίες μεγαλείου του καθενός από εμάς.

Η σκηνοθεσία μου άρεσε, χωρις να μπορώ να την κατατάξω σε κάποια σχολή. Μοντέρνα ματιά που όρισε δημιουργικά τον κατακερματισμό της σκηνής από το χάος της παρουσίας τόσων ανθρώπων ταυτόχρονα σε αυτή. Τραγούδι, χορός και πρόζα αποτέλεσαν ισότιμους συνομιλητές στη οικονομία της παράστασης βγάζοντας και ορίζοντας μια υπαρκτή συνισταμένη. Η παράσταση ξεκινά εντυπωσιακά με σκηνές δηλητηριώδους χιούμορ, δράσης αλλά και διάδρασης μεταξύ των ηθοποιών, έμπλεη ειρωνεία από (και προς τους ) πρωταγωνιστές της. Η αντίθεση του γέλιου με το σκοτάδι του σκηνικό είναι έντονη και προκαλεί την ανάλογη ένταση.

Στο δεύτερο μισό της, η παράσταση κάνει κοιλιά, ενώ (χωρίς να ξέρω αν είναι ευθύνη του αρχικού κειμένου ή της ερμηνείας του σκηνοθέτη) παρουσιάζεται, σε σημεία, διδακτική και κουράζει. Θεωρώ πως από ένα σημείο και μετά έχασε τη σπιρτάδα και την ενέργεια της βαδίζοντας προς το τέλος. Θα μπορούσε να έχει μικρότερη διάρκεια. Άκρως ενδιαφέρουσα η πρόοδος των χαρακτήρων σε ξεκάθαρες καρικατούρες γελοιότητας. Τα βέλη της κριτικής, πρώτα και κύρια, στρέφονται προς τα μέσα.

Όταν ακολουθείς (ή τουλάχιστον προσπαθείς με τα δικά σου μέσα ) να ακολουθείς το μίτο της πορείας ένας σημαντικού έργου, οι πιθανές διαδρομές είναι πολλές. Μέσα από το κείμενο του Γκόμπροβιτς - και την ερμηνεία του σκηνοθέτη φυσικά - βλέπω μια ξεκάθαρη απογοήτευση για την πλαστή φύση και την ψευτιά του κύριαρχου φαίνεσθαι του σήμερα, μια απογοήτευση για όσους τουλάχιστον συνεχίζουν να αισθάνονται, που τείνει να γίνει ζωτικό σχήμα της περιγραφής της καθημερινότητας μας. Οι πρωτόγονοι δήθεν κατώτεροι, κρυμμένοι πίσω από τις μάσκες του γορίλα είναι πολύ περισσότερο αληθινοί.

Σάββατο 10 Ιουνίου 2017

To Twin Peaks πέντε επεισόδια μετά και δεκατρία πριν το τέλος



Η αγωνία μου για το "νέο" Twin Peaks ήταν και  είναι ευθέως ανάλογη με την εναντίωση μου με κάθε είδους remake, remodel και διασκευή. Στα  προηγούμενα βάλε οτιδήποτε άλλο σχετικό θέλεις εσύ. Η ξαφνική είδηση της επιστροφής της σειράς ήταν ένα μικρό σοκ γεμάτο απορίες αρνητισμού. Πέρα από τη βασική, solid και valid, κουβέντα της σκηνοθετικής παρουσίας του ίδιου του David Lynch σε όλα τα επεισόδια (κάτι που δεν συνέβη με τα παλιά), όλα τα πως και τα γιατί θέριεψαν μέσα μου, καθώς οι μέρες πλησίαζαν.

Οκ, κάποτε η Laura Palmer μίλησε για μια επιστροφή μετά από 25 χρόνια, αλλά υποθέτω πως το οικονομικό μέρος της συμφωνίας ήταν εξίσου - και περισσότερο - δελεαστικό. Η τέχνη, εδώ και δεκαετίες, διαμεσολαβείται από τον καπιταλισμό, ήταν καιρός και για τον σπουδαίο αυτό σκηνοθέτη να εξαργυρώσει οικονομικά το μύθος της αρτιότερης δραματικής σειράς που προβλήθηκε ποτέ στην τηλεόραση.

Κρατήθηκα ηθελημένα παντελώς έξω από το hype της αγωνίας του ξεκινήματος. Τα δεδικασμένα των, σχεδόν, δύο σαιζόν της σειράς δεν πιστεύω πως χωρούσαν σε teasers, σχόλια χαράς και αδημονίας, haters και lovers. Φαντάζομαι πως σου είναι λίγο ή περισσότερο οικείος ( έστω ως εντύπωση ) ο νοσηρός και κλειστοφοβικός χωροχρόνος (ο οποίος ήταν ενίοτε σταματημένος ) του Twin Peaks. H ομορφιά μέσω της χυδαίας ασχήμιας, η τρυφερότητα μέσα από τη βία, ο εσωτερικός κόσμος, αρρωστημένα παιδικός, κατακλυσμένος από εφιάλτες και αναμνήσεις. Αυτά και πολλά άλλα όπως και στις αριστουργηματικές ταινίες του.

Η πλοκή ήταν πάντοτε η αφορμή.  Η καταγραφή του κακού στις πολλές εκφάνσεις του η αιτία. Έστω τουλάχιστον μία από αυτές.  Στα νέα επεισόδια η πλοκή παραμένει η αφορμή, την ίδια ώρα που οι οικονομικές δυνατότητες της παραγωγής δίνουν την ευκαιρία στο δημιουργό να ανοιχτεί. Το κάνει δίνοντας έναν περισσότερο κοσμοπολίτικο αέρα στη σειρά σε σχέση με την αποκλειστική χρήση των κάδρων από την αμερικάνικη επαρχία. Το κακό, όμως, κρύβεται και πίσω από τα neon των αστικών τεράτων στα οποία η πλοκή έχει επεκταθεί.



Στα δύο πρώτα επεισόδια η ιστορία πρέπει να συμπεριλάβει - ένα κλασσικό to know us better - όσα περισσότερα μπορεί. Άλλωστε στο θυμικό όλων των fan της σειράς (στους οποίους προφανέστατα ανήκω και εγώ ), τα πίσω-μπρος στο χρόνο, όπως και τα μέσα-έξω στις εσώτερες σκέψεις του δημιουργού, είναι καταγεγραμένα ως θέσφατα που συχνά κυριαρχούν και της ίδιας της γραμμικής ροής της ιστορίας.

Ο Lynch, όπως κάθε μεγάλος σκηνοθέτης, κατάφερνε πάντα να εισπράξει το μέγιστο από τους συνεργάτες του. Το γεγονός αυτό βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή του στον κατά τα άλλα μετρίως μέτριο Kyle Maclachlan. Eίναι σπουδαίος σε κάθε έναν από τους πολλαπλούς ρόλους που υποδύεται. Ο συνδυασμός των πλάνων της νεότητας του από τους δύο πρώτους κύκλους με το απόλυτο κακό της τωρινής του ύπαρξης, δημιουργούν ένα προσωπικό υπαρξιακό φόβο: αυτή θα είναι η κατάληξη και της δικής μου πορείας μέσα στο χρόνο; Η χημεία μεταξύ των υπόλοιπων κεντρικών χαρακτήρων είναι απόλυτα πετυχημένη και η οικονομία των εκφραστικών τους μέσων (έχοντας να αντιπαλέψουν με παλαιότερους  σχεδόν seminal χαρακτήρες ) εξίσου πετυχημένη.

Το χιούμορ, ένα χαρακτηριστικό φυσικά όχι κυρίαρχο αλλά πάντα παρών στους δύο πρώτους κύκλους, ξεφεύγει, σε αυτά τα νέα επεισόδια, από το επίπεδο του απολαυστικού καθημερινού smalltalk και προσπαθεί να αναμετρηθεί σε δυνατότερους αντιπάλους.Ο ίδιος ο γκροτέσκος χαρακτήρας του Lynch ως πράκτορας του FBI όπως και του David Duchovny ως μίας γυναίκας ανώτερης στην ιεραρχία αποτελούν, όχι τόσο πετυχημένες πιστεύω, καρικατούρες του παράλογου της εξουσίας.

Λατρεύω τα κάδρα του Lynch και πριν οι τεχνικές μου γνώσεις με εκθέσουν, ενθουσιάζομαι με την απειλητικότητα που ελλοχεύει πίσω από την ομορφιά τους. Όχι πως δεν το γνωρίζαμε, αλλά στον κόσμο που δραματοποιεί ο David Lynch το κακό κρύβεται σε κάθε γωνία της διαδρομής και ο διαχωρισμός ομορφιάς και ασχήμιας είναι προσχηματικός και ενίοτε ανύπαρκτος.



Η ιστορία εξελίσσεται, εξίσου αναμενόμενα, με αργούς ρυθμούς. Υποθέτω πως κάποια στιγμή θα επιταχύνει σημαντικά. Προφανώς και δεν θα γράψω τι έχει συμβεί ως τώρα και, επίσης, δεν γνωρίζω τι θα συμβεί στη συνέχεια, ούτε θα το γκουγκλάρω. Προτιμώ να απολαμβάνω την κάθε νέα στιγμή. Μου μοιάζει πως η σύνδεση με το παρελθόν, το χώρο και τα γεγονότα είναι και πάλι απλά το μέσο και το όχημα και γιαυτό άλλωστε καταλαμβάνει όχι ιδιαίτερα μεγάλο χρόνο στην πλοκή. Ευτυχώς για εμάς αλλά και για την καλλιτεχνική αξιοπρέπεια του ίδιου του σκηνοθέτη, ο χρόνος είναι το τώρα και η ματιά του αντανακλά αυτή του την επιλογή. Η εξέλιξη της ιστορίας μοιάζει ικανή να κατευθυνθεί προς εκατομμύρια διαφορετικές πορείες.

Ο Lynch καταφέρνει σε αυτό το expanded version μιας σειράς θρύλου, να δημιουργήσει κάτι νέο, φρέσκο και διαφορετικό, ξεχωριστό σε σχέση με και από το παρελθόν.  Μετά το αρχικό σοκ, τουλάχιστον για τους μη μυημένους, της νοσηρότητας του φιλμικού του κόσμου, το χιούμορ του τρίτου και του τέταρτου επεισοδίου, με προσγείωσε στην καταναγκαστική πραγματικότητα μιας commercial σειράς που πλέον θα απευθυνθεί σε περισσότερους. Η προσπάθεια να εμποτιστεί το μαύρο με χιούμορ ( αλλά όχι με μαύρο χιούμορ, αυτό ήταν ήδη εκεί ) και να ελαφρύνει την πλοκή, δεν είναι κάτι νέο στις δραματικές σειρές με μεταφυσικό περιεχόμενο. Θυμήσου χαρακτηριστικά πολλά επεισόδια των X-Files. Xωρίς σε καμιά περίπτωση να προκρίνω έναν κάποιου τύπου μανιερισμό,  αυτή η αλλαγή με ξένισε και μου φάνηκε αταίριαστη.

Αταίριαστη σε ένα σκηνικό που στήνεται με αργά βήματα και έχει φτάσει στην, ως τώρα, κορύφωση του, στο πέμπτο και καλύτερο όλων επεισόδιο. Θα ήθελα να γκρινιάξω για τις μουσικές επιλογές (υποθέτω του ίδιου ), αλλά και πάλι, θα ανησυχούσα αν με τραβούσαν και αυτές. Ο κινηματογραφικός του κόσμος μου είναι τόσο οικείος, ζεστός και απροκάλυπτα όμορφος. Αυτά αρκούν.

Απομένουν δεκατρία επεισόδια και περιμένω τα καλύτερα.  Ευτυχώς η ασυμβίβαστη πορεία του μέσα στα χρόνια του δίνει την καλλιτεχνική ελευθερία - και σε εμάς την απόλαυση - να αναπτύξει τα αντεστραμμένων βιβλικών αναλογιών οράματα του. Απλά θέλει προσοχή: η συνεχής παλινδρόμηση μεταξύ καλού και κακού θα μας αφήσει εξαντλημένους όσο και εθισμένους, να ζητάμε περισσότερο. Και ναι, μου λείπει η Julie Cruise.