Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Ο τελευταίος των ημερών



Η μισή σκούφια μου κρατάει από μια παράξενη περιοχή. Μια περιοχή που ήταν παράξενη, σαν τον Ελισσαίο του Παύλου Μάτεσι, πολύ πριν η παραξενιά μεταβληθεί σε μια μονοσήμαντη και ευπώλητη τουριστική έννοια. Ο θείος μου, αδερφός του πατέρα μου και ότι κοντινότερο μου απέμεινε σε αυτόν, μιλά συχνότερα για μια Γορτυνία (άλλοτε μυθική, άλλοτε σιχαμένα σημερινή) παρά για το νομό που βρίσκεται το χωριό μας. Το νομό Ηλείας.
Η Γορτυνία, πολύ πριν, τα διοικητικά σύνορα του κράτους την χωρίσουν, σολομώντεια, στα δύο μεταξύ των νομών Ηλείας και Αρκαδίας, είναι αρκετά απομονωμένη με την ιδιαιτερότητα ενός κλίματος ξένου για αυτά τα γεωγραφικά πλάτη. Πολλές βροχές, πολλά νερά, μεγάλη απομόνωση. Αυτές τις καθοριστικές εμπειρίες βγάζει, υποθέτω, στο χαρτί του Παλαιού των Ημερών ο Παύλος Μάτεσις από τη Λάμπεια της ορεινής Ηλείας. Τα παλιά τα χρόνια, επί Τουρκοκρατίας, το λαϊκό γνωμικό έλεγε "σαν πας από τη Δίβρη, θα σε φάει το μαύρο φίδι". Δίβρη, όπως την έλεγε και η γιαγιά μου, ήταν το παλιό, πριν εξελληνιστεί, όνομα της Λάμπειας.




Πλάθοντας στο μυαλό μου τον Ελισσαίο, τον ήρωα του Μάτεσι, η παραπάνω οπτική του Ουϊλλιαμ Μπλέηκ, για τον παλαιό των ημερών ή αλλιώς τον Θεό στην Παλαιά Διαθήκη, έμοιαζε μία από τις πιθανές. Όμως τα οράματα του Μπλέηκ ήταν πάντα δυσκολοχώνευτα, απαιτητικά και τρομακτικά. Ίσως και γιαυτό τόσο ελκυστικά. Αλλά όχι εδώ, όχι σε αυτή την περίπτωση.
Αγάπησα την Ελλάδα των παιδικών μου χρόνων, ίσως τη μόνη αληθινή μου πατρίδα, μέσα από τις παραξενιές και τις δυσκολίες της (που τις έζησα εξ απαλών ονύχων φυσικά). Μέσα από την οπτική και τη αφήγηση του Μάτεσι βρίσκω εκείνη την κοινωνία και τους χαρακτήρες που ως παιδί βίωσα. Βλέπω τώρα, ίσως καλύτερα αισθάνομαι, πως το τότε συχνά ενσταλλαζόταν μέσα μου σε ένα μεγάλο ποσοστό διαισθητικά χωρίς ένα μικρό παιδί, κρυμμένο στην υπερπροστασία των παππούδων και των γιαγιάδων, να βιώνει πολλά. Καθημερινές αβαρίες, μιζέριες, μια πίστη σε έναν Θεό πανταχού παρών και απών παράλληλα, ο θάνατος (πολύ πιο συχνός τότε), οι αναμνήσεις από τις εποχές της αγριότητας, της έντονης φτώχειας και της μεγαλύτερης ελπίδας.
Ο Ελισσαίος  ήταν μια κάποια λύση. Σαν ένας πραγματικός Θεός (αυτό να υπονοεί ο Μάτεσις άραγε;) είναι διάβολος, προφήτης, κερδοσκόπος και θαυματοποιός ταυτόχρονα. Λάγνος και αναχωρητής. Βίαιος και αμνός της φύσης. Έτοιμος να σκοτώσει για να τραφεί, όπως όλα τα αθώα ζωντανά της φύσης, εξίσου έτοιμος να δώσεις τις σάρκες του βορά σαν τον Χριστό για να σωθούν κάποιοι άλλοι.
Στο υπόβαθρο, αλλά στην ουσία ως πρωταγωνιστές, οι μικρές κοινωνίες της ελληνικής επαρχίας διψούν για θαύματα που θα τους βγάλουν από τη μιζέρια. Όπως στη Χαμένη Άνοιξη του Τσίρκα ουσιαστικός πρωταγωνιστής είναι η ίδια η ιστορία, έτσι και εδώ οι ήρωες του συγγραφέα αφήνουν χώρο στη σκηνή για την κανονικότητα μιας καθυστερημένης κοινωνίας που εγκολπώνει την αγριότητα του σφαγέα και τη στωικότητα του αθώου. Έπιασα τον εαυτό μου να μαγεύεται από την αφήγηση και, ακόμη πιο έντονα, να μεταφέρεται με μαγικό τρόπο στα ποτάμια, στα δάση, τα χωράφια και τα χωριά της περιγραφής. Μα δεν σου γράφω ψέμματα. Έχω, κάποτε και για λίγο, υπάρξει μέρος όλων αυτών.

Ώρες- ώρες, έμπλεος εγωτισμού όπως θα έγραφε για τους ήρωες της η Ούρσουλα Λε Γκεν, αισθάνομαι σαν ο τελευταίος των ημερών. Ημερών ασχήμιας αλλά και αθωότητας για 'μένα. Εποχής όπου πολλά αγαπημένα πρόσωπα ήταν, σε τρεις διαστάσεις, δίπλα μου, ενώ τώρα τα ψάχνω σε λιγότερες από τις τρεις ενώ παράλληλα μένω παγωμένος με την αγωνία του μετά. Είναι εγωισμός, το ξέρω. Μοιάζει και είναι αρκετά ασφαλής μια τέτοιου τύπου, χωρίς απώλειες, αναπόληση. Δεν γνωρίζω καν αν ολόκληρο το παραπάνω πόνημα βγάζει κάποιο νόημα ή διαθέτει στοιχειώδη συνοχή. Αλλά πιστεύω πως είναι ακριβώς αυτό. Η ανάμνηση των ανθρώπων, των καταστάσεων, της ασχήμιας και της ομορφιάς, όσων δεν θα επιστρέψουν. Συγκεχυμένη, αποσπασματική, συγκινητική, κοπιώδης στην προσπάθεια να ξεθαφτούν και περισσότερα απ 'όσα κρύβονται στα τοπία του μυαλού μου. Ναι, στο δικό μου, προσωπικό, σύμπαν αισθάνομαι ο τελευταίος των ημερών και θα παλέψω για τις απαντήσεις.

*Η πρώτη εικόνα είναι σχέδιο του εικαστικού Γιώργου Χουλιαρά του οποίου τα γραφτά δεν ήταν καθόλου άσχετα με τις παραπάνω ονειροπωλήσεις

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Καλέ μου άνθρωπε




Η μπασταρδεμένη ποπ κουλτούρα α λα ελληνικά διαφέρει σημαντικά από τις αντίστοιχες περιπτώσεις του εξωτερικού και είναι σημαντικά λειψή σε σχέση με αυτές. Αυτή η έλλειψη επεκτείνεται σε σημαντικό βαθμό από τον ελάχιστο αριθμό ανθρώπων που ήταν και είναι σε θέση να μας την κάνουν πενηνταράκια στους τρόπους που αυτή διαχέεται και διαδρά με τη δική μας καθημερινότητα.

Η ιδεολογική κηδεμονία της αριστεράς συνετέλεσε, επίσης, μέσω της τρομακτικής της αγωνίας να διαχειριστεί την ήττα, στην απάλειψη κάθε πράγματος που η ίδια (δηλαδή η εκ του κόμματος εκπορευόμενη γραμμή) δεν θεωρούσε σοβαρό και άξιο λόγου. Αποστρέφομαι την τρέχουσα τάση του αγγλοσαξωνικού κόσμου να προσπαθεί να βρει τρομερά σημαντικές συνιστώσες στο, συχνά ασήμαντο, mainstream, αλλά εδώ είμαστε στο άλλο άκρο εντελώς. Είτε θα λοιδορούνται ως ασήμαντα πολλά απ' όσα συνιστούν έναν ευρύτερο ποπ (εκ)πολιτισμό ή αυτός θα υποβιβάζεται απαξιωτικά στο επίπεδο της απλής διασκέδασης, του χάχανου και της πλάκας.

Φυσικά και γνώρισα τον Θανάση Βέγγο μέσα από τις ταινίες του και ήταν η αγάπη του πατέρα μου σε αυτόν που δημιούργησε (ως πάσα) τη δική μου αγάπη. Ξεκάθαρα ο Βέγγος ήταν και είναι ένα household όνομα από αυτά που πάντα είναι σε θέση να επηρεάσουν και να διαμορφώσουν. Πέρα από τη χαμαιλεοντική του ικανότητα ως καρατερίστας, μια ικανότητα που σαφώς βρήκε μια μεγαλύτερη ολοκλήρωση στα ύστερα του ως ηθοποιός μέσω δραματικών ρόλων (αν και η παρουσία του μαζί με τον εξίσου τεράστιο Ντίνο Ηλιόπουλο στον Δράκο του Κούνδουρου ήταν από πολύ νωρίς δηλωτική), ο Βέγγος συμβόλισε αλλά και ήταν ο άνθρωπος του λαού. Εξ ορισμού μας παρουσίασε μια λαϊκή τέχνη μέσω χαρακτήρων που αντιπροσώπευαν ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων της εποχής του, μιας Ελλάδας που δεν επιβιώνει πλέον.

Πριν υποπέσω σε νοσταλγίες που δεν μου αναλογούν μια και αυτή την κοινωνία ίσα που πρόλαβα να την γνωρίσω, μυρίζοντας παράλληλα και τις τοξικές της αναθυμιάσεις, να σχολιάσω πως ο Βέγγος ήταν ο εαυτός του και συνάμα ένας πολλαπλός Ιανός. Διέθετε τη στόφα και ένα κωμικό ταλέντο του λαϊκού ατακαδόρου των καφενείων αλλά και του μεροκάματου, μαζί με την αξιοπρέπεια του φτωχού που δεν κλαίει τη μοίρα του αλλά αγωνίζεται.  Τον καιρό που η ελληνική κοινωνία μετατρεπόταν, με το καρότο της αντιπαροχής και το μαστίγιο των ιδεολογικών διαχωρισμών, σε περισσότερο δυτική, λιγότερο ανατολική μα πάντα ιδιαίτερα βαλκανική, οι περσόνες του Βέγγου είχαν μια συγκινητικά έντονη αλήθεια. Ακόμη και στις πιο αβάντ γκαρντ (τι γράφω τώρα) προσεγγίσεις του, όπως η διάχυτη ειρωνεία του πράκτορα Θ.Β. για τα ξενόφερτα είδωλα του Τζέημς Μποντ, το χιούμορ του ήταν καθηλωτικά απλό, μα ποτέ απλοϊκό, σε μια λογική πως το απλό είναι το ζητούμενο και το δύσκολο συνάμα.

Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που έλκυε τον πατέρα μου στις κωμωδίες του. Πρόλαβα την εποχή που πήγαινα να δω τη μαγεία μιας παράστασης Καραγκιόζη, του κατεξοχήν φτηνού λαϊκού θεάματος, εκεί όπου χωρίς πολλές εξηγήσεις όλα μας φαίνονταν υπερβολικά και τόσο δικά μας μαζί, σαν την μικροαστική (ή τη ζωή στο χωριό ακόμη) καθημερινότητα. Η διαφορά ήταν πως αυτός ο δικός μας άνθρωπος, πετούσε για λίγο στην άκρη τη μιζέρια ή και τη φτώχεια, όχι όμως εξαφανίζοντας την, αλλά εξωραΐζοντας αυτή την πραγματικότητα μέσω της αλήθειας και του χιούμορ. Δεν ήταν απολιτικό όλο αυτό,  όμως, απλά δεν είχε την καθοδηγητική ηγεμονία μιας ταμπέλας. Και να αμφιβάλλεις  για αυτόν μου τον ισχυρισμό να σε παραπέμψω πέρα από το προφανές το Τι Έκανες Στον Πόλεμο Θανάση, την επική μα τόσο λυτρωτική σφαλιάρα του πατέρα Βέγγου στον νεοναζί γιο του στο Το Μεγάλο Κανόνι. Ήταν η σφαλιάρα της αξιοπρέπειας μιας ολόκληρης (έστω μεγάλου μέρους της) κοινωνίας απέναντι σε κάτι αναξιοπρεπές και μη ανθρώπινο.

Ο Βέγγος υπήρξε αληθινά συγκλονιστικός σε ρόλους που ήδη ανέφερα και θα μπορούσα να γράψω και άλλους. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον αντιφατικά τίμιο κλεφτάκο στον Ηλία του 16ου. Εκεί όπου ο Βέγγος ενσαρκώνει τον τύπο ενός ανθρώπου τόσο εμφατικά παρών στην τότε κοινωνία που η φτώχεια του λειτουργούσε ως το σχοινί του ακροβάτη για να ισορροπήσει κανείς μεταξύ νομιμότητας και παραβατικότητας, μεταξύ αξιοπρέπειας και "ξεφτίλας". Όταν το καθαρό κούτελο ήταν άγραφος νόμος.

Ποτέ δεν μου εξήγησε ο πατέρας μου τα πως και τα γιατί αυτής της αγάπης του. Απλά βλέπαμε και ένα μεγάλο ποσοστό αυτών ταξίδευε μέσα μας. Λίγο αργοπορημένα ίσως καταγράφω τις κοινότητες και ευχαριστώ τον Θανάση Βέγγο για αυτές. Ας μην ξεχνάμε για' θα ξεχαστούμε.

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Σε ποιον "ανήκουν" οι δημόσιοι χώροι;




Αντιγράφω από το Γιάννης Σταυρακάκης - Γιάννης Σταφυλάκης (επιμ.), Το Πολιτικό Στη Σύγχρονη Τέχνη, (Εκδ. Εκκρεμές), σ.145-146.

Το 1991 οι New York Times κάνοντας δεκτό " Το δικαίωμα του κοινού να βάλει λουκέτο σε έναν δημόσιο χώρο", δημοσίευσαν ένα ρεπορτάζ για το θρίαμβο ενός δημόσιου χώρου - του Τζάκσον Παρκ, ενός μικροσκοπικού τριγώνου στο Γκρήνουιτς Βίλατζ, που είχε προηγουμένως περιπέσει σε αταξία. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα ένα αφιέρωμα με τίτλο "Ποιότητα ζωής στις πόλεις" της City Journal, ενός βήματος για νεοσυντηρητικούς διαννοούμενους της πολεοδομικής πολιτικής, ερχόταν να συμμεριστεί την επιδοκιμασία των Times και παραφούσκωνε ακόμη περισσότερο την μικροσκοπική πλατεία, κάνοντας την σύμβολο προόδου στον συνεχιζόμενο αγώνα για την αποκατάσταση του δημόσιου χώρου.Καθώς βρίσκεται σε μια πολυσύχναστη νησίδα, το Τζάκσον Παρκ περιβάλλεται από μονοκατοικίες και διαμερίσματα κατοίκων της μεσαίας και ανώτερης τάξης καθώς και από σημαντικό αριθμό "άστεγων" κατοίκων. Ύστερα από μια ανάπλαση του πάρκου αξίας 1,2 εκατ. δολαρίων, οι Φίλοι του Τζακσον Παρκ - μια ομάδα που οι Times συνεχώς εκλαμβάνουν και ως την "κοινότητα" και ως το "κοινό" - αποφάσισαν να κλειδώνουν τη νύχτα τις πύλες του πάρκου οι οποίες μόλις είχαν τοποθετηθεί. Η Διεύθυνση Δημοτικών Πάρκων λόγω της έλλειψης προσωπικού για τη φύλαξη του πάρκου, καλωσόρισε τη βοήθεια του "κοινού" για την προστασία του δημόσιου χώρου, μια περιφρούρηση την οποία εξίσωσε με την έξωση των αστέγων από τα πάρκα της πόλης. "Οι άνθρωποι που κρατούν τα κλειδιά", ανακοίνωσαν οι Times, "είναι αποφασισμένοι να διαφυλάξουν το πάρκο ως πάρκο".
'Ένας προδιαγραφόμενος δημόσιος χώρος, όπως μας λένε οι Times, περιφρουρείται από τους φυσικούς του ιδιοκτήτες - μια δήλωση που αντιστρέφει την πραγματική ακολουθία των πραγμάτων. Και αυτό γιατί μόνο με την προσφυγή σε ένα επιχείρημα πέραν κάθε συζήτησης - "ένα πάρκο είναι ένα πάρκο"- και έτσι με τον προκαταβολικό προσδιορισμό των νόμιμων χρήσεων του δημόσιου χώρου, ένα τέτοιο πάρκο γίνεται ιδιοκτησία ενός κατόχου - "των ανθρώπων που κρατούν τα κλειδιά". Όλο και περισσότερο οι συντηρητικοί πολεοδόμοι προωθούν τη μεταμόρφωση του δημόσιου χώρου σε ιδιόκτητο χώρο - την κατάληψη δημόσιου χώρου -  επικαλούμενοι την άποψη ότι οι δημόσιοι χώροι είναι συγκρουσιακά και όχι αρμονικά εδάφη, αρνούμενοι όμως τελικά την νομιμότητα των χωρικών ανταγωνισμών. Η City Journal, για παράδειγμα, εκθειάζοντας εν χορώ μαζί με τους Times "τη λύση για το Τζακσον Παρκ", σημειώνει ότι ενώ οι πολεοδόμοι αναλυτές συνήθως αγνοούν τέτοιου είδους προβλήματα, "αυτό που η κρίση των αστέγων έχει καταστήσει αναπόφευκτο είναι η σύγκρουση αξιών που εκδηλώνεται γύρω από διαμφισβητούμενους χώρους". Αμέσως μετά όμως απωθεί τη σύγκρουση, παριστάνοντας την απόφαση να κλειδωθεί το Τζακσον Παρκ ως "αναδιεκδίκηση" του δημόσιου χώρου "μας" από "ανεπιθύμητους". Η Journal περιγράφει τους ανταγωνισμούς για τους χώρος της πόλης ως έναν πόλεμο ανάμεσα σε δύο δυνάμεις απόλυτες και όχι πολιτικές: τους Φίλους του Τζακσον Παρκ, οι οποίοι έχουν συγκεραστεί με το "κοινό" και, με τη στήριξη της τοπικής πολιτείας αντιπροσωπεύουν τις ορθές χρήσεις που θα αποκαταστήσουν την αρχική αρμονία του δημόσιου χώρου, και τους εχθρούς του πάρκου - τους αστέγους που διαρρηγνύουν την αρμονία.

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Arrington de Dionyso, magick and music




A small interview about music, magic and transcendental artworks...

1. The initial reason for this is Psicolomagicolo, your duo with Nusch Werchowska on the Petit label. Through your droney sounds and the percussive nature of Werchowskas' piano you seem to transcend some kind of magic to the listener. Your thoughts on this?

Thank you, I'm happy you enjoy that recording. When I first met Nusch it seemed right away we had a very natural way of listening to each other and giving each enough space in the music to feel free and explore together. I think the Psicolomagicolo session was the first recording session we had together. We don't get to play very often because of course she lives in Rennes, France, and I live in the United States. So any time we have played together it's while I was on tour in Europe. We also played a nice festival in Cherbourg, France called "La Terra Trema", and maybe somewhere is a recording of the concert?


2. Do you believe in the non-verbal communication of this art called music? If yes, can you elaborate your visions on this? Would you describe your music as spiritual?

Yes of course music is spiritual...almost any music can be spiritual music is there is an intention behind it to make it spiritual music- but I also believe there are certain properties in taking certain approaches to the sounds that go further in creating that kind of "spiritual" impression- with microtones, certain kind of overtone approaches communicate that feeling. I don't want to make music that is just for people listening, it should also be pleasing to the spirits around us. 


3. When you record something new, or play live, do you feel eager (or restless maybe) to transcend feelings, thoughts or whatever else to the listener?

Music is like a vehicle, it can take you to another place. So it depends on the power of the music, on the clarity of the musician, where you decide to travel with it. If you're listening to my music, I suppose you are free to travel anywhere you want to go with it...but it's nice if you allow yourself to listen and feel transformed in some way. 


4. The way this world works (and is ruled by power) makes you feel that the magic of music is necessary for all of us? Do you think that all the above can be transformed to something more radical, even revolutionary?

I believe music can liberate the soul. When we feel like slaves, of capitalism or other systems of oppression holding us prisoner, yes I believe we can use music to find a place of freedom, even if our physical surroundings are still holding us. 

5. Your artworks (i'm a big fan of all of them) depicts images of sexual freedom, bright colours from the East, like Indonesia. Is all this a part of you? Do you feel those images (another non-verbal communication) are of need to the western world or do you think (while we are overpowered by images and information on the internet) they are normalised like a modern way of orientalism?

Bright colors just exist, they aren't from the East or the West. I love going to Indonesia for many reasons. Mostly I love being in a place where people believe in the power of music to communicate with spirits, where people believe in the magic of dragons all around in the forces of nature. Dragons are good for any world, we only live on one world, so the East or West doesn't matter. It's a way of understanding the technology of consciousness. I'm not really interested in "Orientalism" in that way at all. I'm interested in what makes us human no matter where we come from, what makes us feel connected to a sense of purpose and to a greater feeling of spiritual connection through visual imagination or musical imagination. I don't copy other cultures, I don't care about that at all. I enter into new situations and meet new people and I am open to discover what we might have in common, or where we might have a different perspective. I love making collaborations with Indonesian musicians because there is just a certain way of hearing the music that makes it really easy to find something exciting when we work together- a little bit inside an ancient tradition, but a little bit far away looking for something new at the same time .


6. Translating your images: demons are humans or humans are demonic?Maybe both even at the same time?

That is why I named one of my bands "Malaikat dan Singa": Angels and Lions. Inside every human there are angels and lions. 

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Οι πολλαπλές ταφές του Κώστα Ταχτσή



Θα ήθελα να σου πω για τον κύριο Χ. Δεν θα γράψω το όνομα του, δεν έχει σημασία άλλωστε. Ο κύριος Χ είναι γείτονας μου εδώ στη Κυψέλη. Έχει την ηλικία που θα είχε ο πατέρας μου αν ζούσε τώρα, κοντά στα 70. Αλλά δεν δείχνει τόσο, μοιάζει μεγαλύτερος. Εμείς οι κάτω των 40 (έστω πολύ κοντά σε αυτά...) ξεχάσαμε, ή και δεν ζήσαμε ποτέ στις ζωές μας, την όψη ανθρώπων παλαιότερων και πολύ πιο ταλαιπωρημένων γενεών. Θυμάμαι ως παιδάκι στο χωριό να βλέπω τους τότε πενηντάρηδες και πενηντάρες (για να μην πω και μικρότερες ηλικίες) ως παππούδες και όπως τους θυμάμαι τώρα να ομοιάζουν με τους σημερινούς που έχουν καβατζάρει τα 70. Τα σκαμμένα, κουρασμένα χαρακτηριστικά που παρατηρούμε και σοκαριζόμαστε σιωπηλά στα πρόσωπα των μεγαλύτερων σε ηλικία προσφύγων. Οι ταλαιπωρίες της ζωής χαράσσονται στα πρόσωπα και στα χέρια, έχουμε αρχίσει να το θυμόμαστε αυτό και πάλι. Ή να το βιώνουμε ξανά.

Δεν γνώρισα τον κύριο Χ ως έναν γείτονα. Τον έμαθα ως τον συμπαθέστατο κύριο που πουλούσε χαρτομάντιλα σε κάποιο σημείο της Ευελπίδων. Από την πρώτη στιγμή δεν μου φάνηκε ως κάποιος που το κάνει ως επάγγελμα (ότι και να σημαίνει αυτό), αλλά το παρουσιαστικό του φώναζε πως ήταν καθαρή ανάγκη. Κοντούλης, σκυμμένος, σχεδόν η απόλυτη έκφραση της κακομοιριάς. Συγνώμη για το χαρακτηρισμό κύριε Χ. Του έχω δώσει κάμποσες φορές λεφτά, άλλες παίρνοντας χαρτομάντιλα και άλλες όχι. Ώσπου κάποια στιγμή τον πέτυχα στο καφέ της γειτονιάς μου. Σχετικά χαλαρός, πολύ λιγότερο κακομοίρης να κάνει ένα τσιγάρο και να το απολαμβάνει. Μόνο η μοναξιά του δεν είχε αλλάξει. Το αρχικό σοκ του αναπάντεχου διαδέχτηκε ένας ορυμαγδός σκέψεων και τύψεων. Γιατί παραξενεύτηκα και γιατί, ίσως, και ενοχλήθηκα; Προφανώς η παρουσία του στο  καφέ δεν άλλαξε το ταξικό του στάτους. Τον ανέδειξε όμως ως μια ανθρώπινη παρουσία που αναζητά και αυτή τις μικρές ηδονές της καθημερινότητας, επιθυμεί να τις απολαμβάνει. Έξω από τα στερεότυπα του κακομοίρη που συνεχώς κλαίει τη μοίρα του, του φτωχού που πρέπει να κοιτά χαμηλά για να μπορεί να απολαύσει τα αγαθά της ελεημοσύνης από εμάς τους προνομιούχους.

Αυτό κάνουμε τελικά. Πολύ συχνά τουλάχιστον. Προβάλουμε το εγώ μας στους άλλους και επιθυμούμε να βοηθούμε αρκεί αυτό να μην αλλάζει το ιεραρχικό στάτους κβο-ταξικό, συναισθηματικό ή οτιδήποτε άλλο. Ο φτωχός πρέπει να δείχνει και έτσι, ο αδύναμος να έχει μοναχά αδυναμίες, ο σεξουαλικά διαφορετικός να κρύβεται καταπιεσμένος και να μην "προκαλεί", ο πολιτικά ριζοσπάστης να μην εκφράζεται (ούτε και να πράττει) δημόσια. Ιεραρχία και εξουσία σε ένα μόνιμο παιχνίδι κυριαρχίας στο μικρόκοσμο μας. Ικανοποίησε το εγώ μου, δώσε μου αυτό που ζητώ, για να σου δώσω πίσω. Δεν σε αποδέχομαι ως είσαι.

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Κώστας Ταχτσής. Η ζωή του όσο φυσικά και ο θάνατος του είναι γνωστά. Θα μπορούσε να είναι ακόμη μαζί μας, μόλις το 1927 ήρθε στον κόσμο. Βέβαια για τους απολύτως διαφορετικούς τα χρονικά περιθώρια είναι πάντοτε στενότερα. Ζούμε σε μια κοινωνία στατιστικών πιθανοτήτων. Ευτυχώς για εμένα, εκτός από τους αστικούς μύθους που καθόλου τυχαία έχουν πάντα ένα σεξιστικό-ρατσιστικό πρόσημο, τον έμαθα πρώτα και κύρια μέσα από το Τρίτο Στεφάνι, το αριστούργημα του. "Σκοπός μου είναι να βρίσω περισσότερο" έλεγε ο ίδιος και μέσα από αυτό το μνημείο νεοελληνικού ρεαλισμού το κατάφερε στο μέγιστο βαθμό. Θεωρώ το Τρίτο Στεφάνι μοναδικό ελληνόφωνο ανάλογο του ιταλικού νεορεαλισμού στον κινηματογράφο. Εμείς εδώ δεν είχαμε έναν Παζολίνι (ξεκάθαρα κλισέ η αναλογία και το γνωρίζω) αλλά είχαμε έναν Ταχτσή. Πρόθυμα θα ομολογήσω πως οι διαφορές της ιταλικής με την ελληνική κοινωνία φανερώνονται και στην αναγνώριση των δύο στην εποχή τους, ενώ οι ομοιότητες στον τρόπο που πέθαναν, χμμ, δηλαδή δολοφονήθηκαν. Και αν για τον Παζολίνι τα κίνητρα είναι και πολιτικά, δεν βλέπω γιατί δεν είναι για τον Ταχτσή. Με την ίδια λογική τότε τα κίνητρα για τη δολοφονία του Ζακ και πάλι δεν είναι πολιτικά. 'Ελα, όμως, που είναι και πολιτικά.

Αλλά δεν θέλω να συνεχίσω σε αυτό τον δρόμο. Θα επιστρέψω στο Τρίτο Στεφάνι που το κατατάσσω στα πέντε σημαντικότερα πεζογραφήματα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Μέσα από τις σελίδες του ο συγγραφέας επιτίθεται με τον τρόπο του στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.  Στα απομεινάρια της μετεμφυλιακής εποχής, στην Ελλάδα του Σχεδίου Μάρσαλ και της αντιπαροχής, στο συντηρητισμό του μικροαστού, του βολεμένου, της οικογένειας (που είσαι Μαγιακόφσκι;). Αλλά και των ιεραρχικών σχέσεων της πατριαρχίας. Σου θυμίζουν τίποτα όλα αυτά; Ναι και έμενα, τίποτα δεν έχει λυθεί μισό αιώνα και κάτι μετά. Στην ίδια κοινωνία ζούμε με μικρές αλλαγές, αυτήν που περιγράφει γλαφυρά με χοντρή ειρωνεία και την καταγραφή ενός, σχεδόν, ιστοριογράφου, ο Ταχτσής. Οι χαρακτήρες στο Τρίτο Στεφάνι φαγώνονται αλλήλους με βάση μικροσυμφέροντα όσο και κακίες προετοιμάζοντας το έδαφος για την πραγματικότητα του κοινωνικού κανιβαλισμού που ζήσαμε από την πασοκίλα και μετά.

'Ενας άλλος παρεξηγημένος (και αδικημένος κατά την προσωπική μου γνώμη) της ελληνικής πεζογραφίας, ο Τέος Ρόμβος,είχε γράψει πως "ο καθένας από εμάς είναι ένας δυνητικός δολοφόνος. Γαλουχούμαστε σε περιβάλλοντα που ενδημεί η βία και αναπαράγουμε και μεταδίδουμε τη βία". Προς κάθε κατεύθυνση θα ήθελα να συμπληρώσω. Προς τα μέσα μας, προς την υπόλοιπη κοινωνία, προς τη φύση. Αυτή τη βία καταγράφει ο Ταχτσής και η καταγραφή αυτή σαφέστατα και δεν τον κάνει βίαιο. Ούτε και απωθητικό. Βλέπω πίσω από την καταγραφή αυτή την αγωνία της κάθαρσης. Αυτό το επιτέλους εγώ είπα την αλήθεια μου. Αλλά και μια δεύτερη, ίσως εντονότερη, αγωνία, αυτή της αποδοχής. Της απέλπιδας προσπάθειας να ενταχθεί το διαφορετικό, άσχημο και ωραίο μαζί μέχρι να εξαφανίσουμε αυτούς τους δύο όρους από τις ζωές μας. μέσα στον κοινωνικό ιστό. Μια προσπάθεια που όπως προφανώς βιώνουμε είναι ημιτελής, συνεχίζεται και εμπεριέχει πολλή βία, αρκετό αίμα και πολλές ταφές ακόμη. Του ανθρώπου Ταχτσή και πολλών άλλων.

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018

Σάμος: Από το Ευπαλίνειο Όρυγμα σε αυτά του ελληνικού στρατού




Πολύ συχνά οι εμμονές διαμελίζουν τις σκέψεις μου...Με την ίδια συχνότητα προκαλούν τα ιδια αποτελέσματα σε πράξεις, χρόνους και προτεραιότητες. Θέλοντας να κολακέψω τον εαυτό μου, αλλά και να καταπραΰνω τις ανησυχίες μου, τις αποδέχομαι όχι απλά ως αναγκαίο κακό αλλά και ως μια συχνά ευχάριστη πραγματικότητα, η οποία προσδίδει αλάτι και πιπέρι στην κανονικότητα μου. Δεν τις φοβάμαι πλέον, στα σίγουρα.

Η τρέλα μου με τους εγκαταλελειμένους χώρους σαφέστατα διαγράφει το σχήμα μιας εμμονής, ίσως και ιδεοληψίας. Ακόμη και αν αυτοί δεν έχουν κάποια εύγλωττη, δυνατή ιστορία γνωστή σε πολλούς να διηγηθούν, η παρουσία τους (και η απουσία των δεδομένων ενός στο παρόν κατοικήσιμου χώρου) μου δημιουργούν μια έντονη ανάγκη να τους εξερευνήσω. Αυτή η εξερεύνηση δεν έχει μοναχά τα χαρακτηριστικά μιας βόλτας με οπτική επαφή, αλλά κινητοποιεί τις περισσότερες των αισθήσεων μου. Περιηγούμαι σε κατάσταση καταφανούς συναγερμού ώστε να γραπώσω την παραμικρή λεπτομέρεια της πρότερης κατοίκησης. Επιλέγω να είμαι ανοιχτός σε καθετί το διαφορετικό που θα μου φανερώσει ο χώρος. Στήνω κάποιες βασικές γραμμές ανάλογα με το μέρος που βρίσκομαι παλεύοντας να ενώσω τα συχνά παντελώς άσχετα μεταξύ τους. Μην με κοροϊδέψεις αλλά ψάχνω, ακόμη-ακόμη, να εντοπίσω την ενέργεια των πράξεων και των σκέψεων των παλιότερων κατοίκων. Ή έστω ότι απέμεινε από αυτή.

Η παρουσία μου (για πρώτη φορά στη ζωή μου) στη Σάμο ξύπνησε το θυμικό του φαντάρου σε ένα άλλο συνοριακό νησί, στη Λέσβο. Η Σάμος, όπως και η προαναφερθείσα, βρίθουν από την πολλαπλή παρουσία του στρατού. Δεν θέλω με τίποτα να την ωραιοποιήσω. Ίσα-ίσα που όσα περιγράφω διακατέχονται από την μελαγχολία ενός ανθρώπου που βρισκόταν κάπου όπου δεν ήθελε, ημιφυλακισμένος και καταπιεσμένος. Με ενδιαφέρει η ιστορία στη μικροκλίμακα της όμως και όχι η θώπευση της γενίκευσης.

Από τη συγκίνηση του πατέρα μου όταν με αποχαιρέτησε (και την με το δικό του τρόπο παρηγοριά του "είπαμε κάθε μέρα στο στρατό δεν επαναλαμβάνεται", που τότε δεν αναγνώρισα ο βλάκας την τρυφερότητα της) μέχρι την επιστροφή πίσω στην Αττική (όπου πλέον είχα βυσματωθεί μετά τις ταλαιπωρίες μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού άκρου της Ελλάδας), όλο αυτό ήταν μια σπουδή στο εσωτερικό μου για πρώτη φορά στη ζωή μου. Παράλληλα αφομοίωνα καταστάσεις και συναισθήματα ενός συλλογικού ασυνείδητου, που συχνότατα λειτουργούσε και ως ενσυνείδητο, ανθρώπων σχεδόν πάντα στην ίδια μοίρα με 'μένα - σπανιότατα όμως στο ίδιο μήκος κύματος.

Βίωσα εκείνη την περίοδο πολύ μόνος και ευάλωτος στον ένα χαμένο χρόνο μου. Κάθε φορά που βλέπω ένα στρατόπεδο, αυτό το λαμπάκι μνήμης, περιέργειας αλλά και δυσφορίας αναβοσβήνει μέσα μου. Όταν δε συναντώ τέτοιους χώρους εγκαταλελειμένων στην αχρηστία (λες και ποτέ ήταν χρηστικοί), εκκινά μέσα μου μια διαδικασία εγρήγορσης. Ψάχνω να βρω ποια ήταν αυτά που απογοήτευαν, συνέθλιβαν και σπανίως έδιναν χαρά στους κάποτε προσωρινούς τους κατοίκους. Ψάχνω να βρω (και) εμένα αμφιταλαντευόμενος μεταξύ του τότε και του τώρα.

Η Σάμος έχει πολλά απ' αυτά μια και ο εχθρός (όπως μας τον έλεγαν στα θεωρητικά μαθήματα κατά τη διάρκεια της άχρηστης θήτευσης στα όπλα) απέχει μια ανάσα. Είναι ίσως ένα απονενοημένο άλμα λογικής, αλλά βρήκα έξοχες ομοιότητες στην αντίφαση του Ευπαλίνειου Ορύγματος (που υδροδότησε το Πυθαγόρειο για χίλια χρόνια περίπου) από τη μια και στα πάρα πολλά αμυντικά και επιθετικά ορύγματα του ελληνικού στρατού από την άλλη. Το όρυγμα που δημιούργησε ο Ευπάλινος και οι εργάτες που δούλεψαν εκεί και το συντήρησαν, πρόσφερε στην τοπική κοινωνία όσα όλα μαζί τα ορύγματα του Ε.Σ. δεν κατάφεραν ποτέ. Οι άνθρωποι ξεδίψασαν, πλύθηκαν και κάποιες φορές προστατεύθηκαν από το νερό και τις εγκαταστάσεις του Ευπαλίνειου. Τα πολυαριθμότερα ορύγματα του στρατού προσφέρουν φόβο και μίσος απέναντι σε έναν φτιαχτό εχθρό. Καταφανώς η ζυγαριά γέρνει και γκρεμίζεται από τη μεριά του παλιού, οπότε ίσως κάποια στιγμή θα πρέπει να σκεφτούμε ξανά και σε άλλες βάσεις τον ορισμό της προόδου.

Στο δικό μου φαντασιακό οι αγωνίες, οι μικρότητες και η αλληλεγγύη μιας θητείας (που ευτυχώς κάποια στιγμή τελείωσε) ήταν το έναυσμα για μια μάχη. Από τη μία η έντονη και διαρκής επιθυμία φυγής και από την άλλη η προσπάθεια (και η ανάγκη) να γνωρίσω και να κατανοήσω την πραγματικότητα ενός άλλου τόπου στον οποίο είχα βίαια ενταχθεί ως παρίας και ενίοτε ως καταναλωτής και αιμοδότης της τοπικής οικονομίας. Ανάλογα βίωσα και το παρόν της Σάμου. Ενός πανέμορφου πράσινου νησιού που, ασθμαίνοντας είναι η αλήθεια,  προσπαθεί ακόμη να κρατήσει κάποιες περιοχές μακρυά από την εξοντωτική αφομοίωση του τουρισμού. Ίσως ήμουν τυχερός που ως ένα σημείο στη δική μου θητεία το κατάφερα. Συμπόνεσα και κατανόησα όσους στη θητεία τους, και στη Σάμο υποθέτω, παρέμειναν αδρανείς θιασώτες καφετεριών και σουβλατζήδικων μακρυά από την όποια αλήθεια του νησιού. Διαθέτουν πολλαπλές διαδρομές τα ορύγματα του κόσμου των ψυχών μας και, ως ένας επισκέπτης φορέας έστω και μιας μικρής θητείας-επίσκεψης, κάθε φορά δοκιμάζω να ταξιδέψω στο χώρο και το χρόνο των νησιών των άλλων. Ώστε να τους πονέσω και να καταλάβω καλύτερα  τη δική μου βάσανο.

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

Κόρη



Το σπίτι βρίθει από χαρά
Καθώς λαγήνι πλήρες γάλακτος στον ήλιο
'Ένα κορίτσι στο παράθυρο κρυφά
Δίνει τα στήθη της στα περιστέρια.

Γιομάτα σφύζουν τα βυζιά
Και στέκουν όρθιες οι ρώγες
Τα πιπιλίζουν τα πουλιά
Κι' αίφνης το γάλα ξεχειλίζει.

Ανδρέας Εμπειρίκος, από το Η Τρυφερότης των Μαστών (1934) στην Ενδοχώρα.

Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

Ω, Σόκρατες



Αυτό το Μουντιάλ (μακραίνει η θύμηση του πια) ήταν διαφορετικό από τα προηγούμενα. Κατάφερε να διατηρήσει την καλοκαιρινή δροσερή του αύρα, ευτυχές κατάλοιπο ενός συνδυασμού μνήμης (πόσο μεγάλωσα; το 1986 παρακολούθησα το πρώτο μου) και της πραγματικότητας του μπαλκονιού: μπύρα ή οτιδήποτε δροσερό μαζί με φαΐ. Ουσιώδης συνιστώσα αυτής της διαφορετικότητας ο τρόπος παρακολούθησης του. Στο μπαλκόνι του ρετιρέ της Κυψέλης η συσκευή της τηλεόρασης γυρισμένη προς τα έξω με την πλάτης της στο στο σαλόνι. Ένα λάπτοπ έπαιξε το ρόλο της και η εγγύτητα που η μικρή του οθόνη μου επέβαλε να έχω με την ασχετοσύνη των δημοσιογράφων της ΕΡΤ. Να μια σταθερή σύνδεση με το απώτατο αλλά και πρόσφατο παρελθόν.

Η απουσία του πατέρα μου γέμισε όλα τα υπόλοιπα κουτάκια των ελλείψεων και των διαφορών με τις προηγούμενες εκδοχές ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου. Αποτέλεσε πληγή βραδείας καύσης η συνειδητοποίησης του αριθμού των μικρών, απλών, εύκολων και συνάμα καθημερινών που με την πάροδο του χρόνου αρχίζεις και αποζητάς με ένταση. Παρά τα χρόνια που πέρασαν και μας βρήκαν σε διαφορετικά σπίτια, οι συνδέσεις φανερές όσο και λιγότερο φανερές μετέτρεψαν το καθαρό βάρος των συνηθειών που εξέλειψαν σε έναν ασάλευτο όγκο μεγατόνων μέσα μου.
Τηλέφωνα για προβλέψεις, προτάσεις για την αγαπημένη ασχολία του, του στοιχηματικού κουπονιού, έντονες διαφωνίες για παίχτες-ομάδες-προπονητές, κοινή ζωντανή παρακολούθηση αγώνων στις γνωστές μας θέσεις. Όλα αυτά δεν θα υπάρξουν ποτέ ξανά, πιθανότατα προστιθέμενα σε κάποια άλλα που δεν έχουν ακόμη φανερωθεί. Μάλλον υπάρχουν και άλλες πληγές στη διαδρομή.

Υπάρχουν πολλά highlights από το παρελθόν αλλά και το σήμερα που πλησιάζουν τον μουντιαλικό κομήτη της ομάδας της Βραζιλίας του '82 που στην ουσία δεν είδα ποτέ μου ζωντανά. Παρά μόνο βίωσα την άχλυ του μετέπειτα θαυμασμού που αναλογεί σε καθετί όμορφο, αθώο και νοσταλγικό προϊόν του παρελθόντος. Μυθοποιούμε το παρελθόν για να το κρατήσουμε όσο γίνεται περισσότερο ζωντανό, μειώνοντας έτσι το ποσοστό της αλήθειας του. Πιάνω τον εαυτό μου συχνότατα να βασανίζομαι από ανάλογες σκέψεις για τα βιώματα. Τα κοινά αλλά και όσα εντυπώθηκαν μοναχά στο δικό μου συναισθηματικό κόσμο.

Στην αρχή, το παραδέχομαι, υπήρξα σοκαριστικά αδύναμος στην αρχική τους ταξινόμηση και την επακόλουθη τοποθέτηση τους. Όχι πως τώρα έχω βρει την άκρη μου. Μόνο που ο καιρός περνά και κάποια πράγματα με αργό ρυθμό ξεδιαλύνονται και ας πονούν το ίδιο. Προσπαθώ με θάρρος πλέον όσα βίωσα και όσα έχασα δια παντώς να τοποθετηθούν ξεχωριστά από την αυξανόμενη εντροπία μιας ανάμνησης που φωτίζει σιωπηρά αλλά πέρασε και πάει. Όσο όμορφα και να ήταν (και κανένα ποδόσφαιρο στην σύγχρονη εποχή δεν υπήρξα ομορφότερο από τη Βραζιλία σου Σόκρατες), ανήκουν κάπου αλλού. Σε ένα παρελθόν που πέρασε, συχνά πολύ μακρινό, σίγουρα σε κάποια απόσταση από το σήμερα. Από το αρχοντικό και αέρινο στυλ του Σόκρατες στο νταμπ του -τα κάνω όλα-υπερπαίχτη Πογκμπά και στον σίφουνα Εμπαπέ. Προσπαθώ να βάλω τις εικόνες δίπλα, σε μια σειρά και να προχωρήσω. Δεν είναι εύκολο, έχω δρόμο ακόμη. 

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

The only baptism of the day




...We broke down the doors. The master's room was wide open. The master's room was brilliantly lighted and the master was there, quite calm...and we stopped...He was the master...I entered. "It's you", he said to me quite calmly...It was. It was indeed i, i told him, the good slave, the faithful slave, the slavish slave, and suddenly his eyes were two frightened cockroaches on a rainy day...I struck, the blood flowed: That is the only baptism that i remember today...

Όπως δημοσιεύεται στην αγγλική μετάφραση του Black Skin, White Masks του Φραντζ Φανόν από μια συλλογή κειμένων στα γαλλικά που ο ίδιος μετέφερε στο κλασσικό του βιβλίο.

Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Gael Moissonnier, zerojardins and more...



Gael Moissonnier είναι ένας d.i.y. καλλιτέχνης που έτρεχε (και ελπίζω να ξεκινήσει ξανά) την εκτός του hip κυκλώματος μικρή  zerojardins. Είναι πολύ ενδιαφέροντα όσα έχει να πει, δεν θα τα μεταφράσω γιατί εκτός του ότι βαριέμαι, πιστεύω πως εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές σίγουρα γνωρίζεις αγγλικά.

1. First a core question with two parts.
First part, why make music after all?Is it only personal expression or need? Are there more implications to the aforementioned (social communication, a political act)? 
Second part, why spend money and resources on putting out other people's music?...

Making music has been the result of a very long process. Actually I started making films — Super-8, 16mm and videos later on —  while studying fine-arts and most of these where silent. Then I met a video artist and we started collaborating and played some live expanded cinema performances. It became obvious that sound had to be involved but I was still focused on image so we invited someone to record soundtracks for us and eventually play live if possible. Making things live really obsessed me and was one of the triggers. At the same time, I was also active setting up noise, improv' and experimental shows. Meeting people, building a community, shaping our small local scene, running a venue finally pushed me to start some noise bands, record soundtracks for my films and later on release the first Zerojardins records. Meeting, collaborating, sharing with people has been stimulating and will always be. Music is a vessel, a community builder that enables all of this.

Releasing other peoples music is part of this global sharing experience. Putting out cdr’s and tapes has always been very cheap, so basically makes everything possible. I really like the fact that I can burn a copy whenever needed. If someone is interested I can produce it straight away and send it over as a gift. Another fact is that I’ve lost money on all the factory produced CD’s & LP’s but I’m also the worst commercial ever so it makes sense. Over the last years, labels like Care Of have been trying out some very interesting alternative economic strategies, and I believe there’s still a lot of interesting concepts that will emerge from this kind of reflexions. Spending time, money and resources is just one way of seeing things, I’d rather say I’m widening focus (even if it’s at a rather small scale), on music I like and think it’s important to spread and share.


2. Zerojardins: a label, another way of communicating, a disguise maybe? Has it slowed down, is it on hiatus or something else?

Zerojardins, has been on standby for the last 8 years but there are new releases on their way. I see Zerojardins as a space of expression, where everything is possible. Nothing is and will ever be planed. But you can expect more records, shows, radio programs, exhibitions, a website with archives of live recordings and jams that occurred at grrrnd zero, Lyon, some years ago…



Faux Amis LP cover


3. D.i.y: how do you feel about it? A aesthetic choice or a financial need? How are things in France in d.i.y. and impovisation?
Meaning artists, labels, funding, venues.

Don’t wait, act. If nobody is setting up the shows you’d like to see, well do it.
There are a lot of different DIY scenes in France. In early 2000 most of these scene where pretty hermetic, but it has changed a bit. Also, 10 years back, you’d only play in the main cities (Paris, Lyon, Marseille, Bordeaux). Today, you can play in a farm in the middle of the country side with more than 20 people attending. Small labels emerge, radio shows flourish… More and more people are getting involved. It reflects a generation of people, tired of mainstream radio bullshit. It’s a bit like craft’s beer, without all the hipe, people like it better than Heineken right now, people act more responsibly, by local products. All of this is, in most of the cases, non benefit investment. More action, but less funding. Some venues have over the years, earned a status and managed to get some subsides, but most of the funded festivals, labels, venues struggle from funding cuts. Artists need to work aside from their practice or develop a parallel activity like teaching, workshops… to secure a decent living. Antoine Chessex * speaks about this in his recent book on the Swiss alternative scene. It’s an interesting read I would recommend. (* Unfolding the Margins, Zürich: éditions du désordre, 2017)


4. Macron and (neo-fascist actually) neo-liberal politics. How all this affects musicians in France? Your thoughts about the situation?
From that far as Greece, we are watching a resurgence of forms of direct action in France (and we like it!). Is that true?
Has it affected artistic circles as well?

Well, Macron is tearing down what was called the ‘French cultural exception’. Massive cuts have been made, and at the same time the army’s budget is increasing. I guess this pictures out pretty well the situation over here. Our elections last have been a joke. Not a single candidate had a proper program, all the media attention was on insecurity and fear of extreme-right eventually winning elections. People voted like sheeps for Macron, because he was an alternative to the regular political parties that had been disappointing people over the last 50 years and also because he was young. They just didn’t see that he was the sum of our left and right wing politics that had occurred for so many years. They basically voted for the same Neo-liberal, bank driven mess we already had as an alternative. How is this possible ? In this context, being and artist, a musician, is pretty complex. I hardly ever met someone that manages a living with music an art making. All of this mess is still a rather fertile ground for more non profit venues and life alternatives like in Notre Dame des Landes.

I wouldn’t say resurgence of forms of Action Directe. Maybe this is just how international media depict what is happening. There’s always been left radicals in demonstrations and will always be. There’s always been citizen action, like in Grenoble, some years ago or in Notre Dame des Landes, Bure, and Val de Suse more recently, but I’d rather speak of a mash up of concerned citizens, ecologists, communists and leftwing radical.


5. EU politics, general war in the Middle East, european intevention there: How do you feel about all this? Your thoughts about the greek debt situation?

We live in a more and more individualized world and unless people start looking a little bit further than their own self/wealth I don’t see how anything can change. We all know that the Neo-liberal system is a dead-end. Still, bankers and industrials are in control. Why would they try to end war or the Greek dept if they can make profit out of it. It’s all the system that needs to be changed. It’s a shame nobody these days have the balls French people had in 1789. Make a revolution, Cut the powerful heads and start over again. I guess this last sentence nails it pretty well.


6. The shitty-cliche final question: If you could be another (male or female) artist who would that be and why?

What ?? Should I really answer this ?
Ok !
I’d just really love to be a cat. We’re all lazy by nature, so I guess this is a kind of life I would appreciate.

Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

Επιθυμώ τα απλά και αυτονόητα



"Έχω την επιθυμία και αισθάνομαι την ανάγκη, για να ζήσω, μιας άλλης κοινωνίας από αυτή που με περιβάλλει. Όπως η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, μπορώ να ζήσω μέσα σ' αυτήν και να τα βγάζω πέρα - εν πάση περιπτώσει ζω ήδη μέσα σε αυτή την κοινωνία. Όσο κριτικά και αν προσπαθώ να κοιτάξω τον εαυτό μου,ούτε η ικανότητα προσαρμογής μου, ούτε η αφομοίωση της πραγματικότητας από μέρους μου, δεν φαίνονται κατώτερες από το μέσο κοινωνιολογικό όρο. Δεν ζητώ την αθανασία, την πανταχού παρουσία, την παντογνωσία. Δεν ζητώ η κοινωνία να μου δώσει την ευτυχία, ξέρω ότι η ευτυχία δεν είναι μια μερίδα που μοιράζεται με το δελτίο (...) και ξέρω πως, αν αυτό το πράγμα υπάρχει, μόνο εγώ μπορώ να το πραγματοποιήσω για τον εαυτό μου, στα μέτρα μου, όπως μου συνέβη και όπως κατά πάσα πιθανότητα θα μου συμβεί και πάλι. Αλλά μέσα στη ζωή, έτσι όπως είναι φτιαγμένη για εμένα και τους άλλους, σκοντάφτω πάνω σε ένα πλήθος από απαράδεκτα πράγματα, λέω πως δεν είναι μοιραία και πως εξαρτώνται από την οργάνωση της κοινωνίας. Επιθυμώ πρώτα και ζητώ η δουλειά μου να έχει νόημα, να μπορώ να εγκρίνω αυτό για το οποίο χρησιμεύει και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται, να μου επιτρέπει να ξοδεύομαι πραγματικά και να χρησιμοποιώ τις δυνατότητες μου και ταυτόχρονα να εμπλουτίζομαι και να αναπτύσσομαι. Και λέω ότι αυτό είναι δυνατό, με μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας. Λέω ότι θα ήταν ήδη μια βασική αλλαγή σε αυτή την κατεύθυνση αν με άφηναν να αποφασίζω, μαζί με όλους τους άλλους, τι έχω να κάνω, και με τους συντρόφους μου στη δουλειά, πως να το κάνω.
Επιθυμώ να μπορώ να μαθαίνω τι γίνεται μέσα στην κοινωνία, να ελέγχω την έκταση και την ποιότητα της πληροφορίας που μου δίνεται. Ζητώ να μπορώ να συμμετέχω άμεσα σε όλες τις κοινωνικές αποφάσεις που μπορεί να επηρεάζουν την ύπαρξη μου ή τη γενική πορεία του κόσμου που ζω. Δεν δέχομαι η τύχη μου να αποφασίζεται μέρα με τη μέρα από ανθρώπους που τα σχέδια τους είναι εχθρικά ή απλώς άγνωστα και για τους οποίους δεν είμαστε παρά νούμερα σε ένα σχέδιο ή πιόνια σε μια σκακιέρα και τελικά η ζωή μου και ο θάνατος μου να βρίσκονται στα χέρια ανθρώπων που ξέρω πως είναι αναγκαστικά τυφλοί. Ξέρω παρά πολύ καλά πως η πραγματοποίηση μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης, και η ζωή της, δεν θα είναι καθόλου απλές, πως σε κάθε βήμα τους θα συναντούν δύσκολα προβλήματα. (...) Και αν έστω συναντούσαμε την αποτυχία σε αυτό το δρόμο, προτιμώ την αποτυχία σε μια προσπάθεια που έχει νόημα, παρά μια κατάσταση που μένει πριν ακόμη από την αποτυχία ή τη μη αποτυχία, που μένει γελοία.
Επιθυμώ να μπορώ να συναντώ τον άλλον σαν όμοιο με έμενα και απόλυτα διαφορετικό, όχι σαν ένα νούμερο, ούτε σαν ένα βάτραχο σκαρφαλωμένο σε ένα άλλο σκαλοπάτι της ιεραρχίας, των εισοδημάτων και των εξουσιών. (...) Επιθυμώ ο άλλος να είναι ελεύθερος γιατί η ελευθερία μου αρχίζει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου και γιατί, μόνος μου, δεν μπορώ παρά να είμαι στην καλύτερη περίπτωση ενάρετος εν δυστυχία. Δεν υπολογίζω ότι οι άνθρωποι θα μεταμορφωθούν σε αγγέλους, ούτε πως οι ψυχές τους θα γίνουν καθάριες σαν τις βουνίσιες λίμνες. Ξέρω όμως πόσο η σημερινή κουλτούρα βαθαίνει και οξύνει τη δυσκολία τους να υπάρχουν, και να συνυπάρχουν, και βλέπω πως πολλαπλασιάζει στο άπειρο τα εμπόδια στην ελευθερία τους."

Κ. Καστοριάδης, Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας

Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

Από τις κασέτες ενός stand-up comedian




Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου με τραβούσαν τα λαϊκά θεάματα. Σε αντίθεση με την ελάχιστη ανεκτικότητα του παρόντος μου η συμμετοχικότητα του κοινού σε παραστάσεις όπως αυτές του θεάτρου σκιών ή ενός κουκλοθέατρου, αποτελούσαν ένα από τα highlights της εμπειρίας. Πέρα από την εσωτερίκευση που κάθε έργο τέχνης απαιτεί, ο θόρυβος, η πρεμούρα και η ένταση της συλλογικής εμπειρίας ήταν αναγκαιότητες στις μικρές μου ηλικίες.

Μου πήρε λίγο καιρό κάμποσα χρόνια πίσω να αποδεχτώ πως το όνομα του ανθρώπου πίσω από τον Χαρρυ Κλυνν ήταν ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης. Είχα αποδεχτεί απόλυτα την περσόνα και αυτό ήταν γεγονός απόλυτα φυσιολογικό στο μυαλό μου. Ο Χάρρυ Κλυνν έχτισε  αυτή την περσόνα, η οποία με τη σειρά της οδήγησε σε κάμποσες άλλες, με την πλήρη συναίσθηση αλλά και επιθυμία της δημιουργίας ενός λαϊκού θεάματος. Το έπραξε με μια ειλικρίνεια η οποία σε οδηγούσε, σε ανάγκαζε θα μπορούσα να πω, να αποδεχθείς απόλυτα το γκροτέσκο τράβηγμα κάθε χαρακτήρα του στα σουρεαλιστικά άκρα του.

Ταυτόχρονα και πάντα με κοινό παρονομαστή τη λαϊκή mainstream απεύθυνση εισήγαγε μια νεωτερικότητα, όπως πολύ σωστά διάβασα σε σχόλιο του τουίτερ. Ήταν stand-up κωμικός προσπαθώντας, όχι όπως συμβαίνει στην Αμερική, να μην είναι απλά ένας σχολιαστής του παραλόγου της καθημερινότητας.  Εισήγαγε, με το δικό του ξεχωριστό τρόπο,  έναν ξεκάθαρο, ωμό, κριτικό και συνάμα αστείο πολιτικό λόγο για τα πρόσωπα της τρέχουσας πολιτικής. Ο δικός του τρόπος περιείχε τη σαφή προσπάθεια να τα κάνει δικά του μιμούμενος τα κάποιες φορές και να τα αποδομήσει παρουσιάζοντας τα μικρά, μυστικά και καθημερινά τους, και μέσα από αυτά να τα περάσει πριονοκορδελα, αναδεικνύοντας την ψεύτικη εικόνα. Φυσικά δεν έμεινε μόνο εκεί, μια και η ειρωνεία για τον μεταπολιτευτικό τύπο του μέσου Έλληνα και Ελληνίδας ήταν δηλητηριώδης.

'Ηταν mainstream και  συχνά λαΐκιζε. Ίσως, λέω τώρα, ποτέ να μην κατάλαβε καν τη δύναμη των εικόνων που μας έδωσε. Χρειάστηκε ο θάνατος του, μέσα στο διάστημα των τελευταίων μηνών που αναμετρώμαι με το παρελθόν, για να συνειδητοποιήσω τη δύναμη των χαρακτήρων του επάνω μου. Όχι πως έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία, αλλά θα έπρεπε να το έχω κατανοήσει αρκετά νωρίτερα. Η πρόζα, τα τραγούδια στις κασέτες και τα βίντεο (χωρίς να ξεχνώ τα μπουφονικής ειρωνείας διαφημιστικά του κλιπάκια) υπάρχουν βαθιά μέσα μου. Μια τεράστια δεξαμενή εικόνων και ήχων που στο μερτικό της έχει να σημειώσει πως είναι μια πολύ δυνατή κοινή ανάμνηση με τον πατέρα μου.

Μέσα στο αμάξι η κοινή εμπειρία-ακρόαση της κασέτας λειτουργεί καταπραϋντικά για το πένθος μου. Βωμολοχίες με τις οποίες ερχόμουν για πρώτη φορά σε επαφή. Πολιτικό σχόλιο που με έκανε να απορώ αλλά το ευχαριστιόμουν πάντα 'όπως και τη θεατρική του παρουσία στη λαϊκή επιθεώρηση. Πάντα με την παρουσία του γονιού, του πατέρα μου δηλαδή και χωρίς πολλές-πολλές εξηγήσεις. Μέσα σε αυτό το δίπολο αποδόμησης των αγαπημένων μας  για όσο είναι ζωντανοί και μυθοποίησης τους όταν φεύγουν, μου προκαλεί ένα μικρό σοκ η ελευθεριότητα αυτών των εμπειριών. Και τις ανακαλώ με γέλιο και όχι μόνο.

Δυστυχώς ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης κατάφερε κάποια στιγμή στη ζωή του να μουτζουρώσει με βία όσα είχε πετύχει ο Χάρρυ Κλυνν με τη συμμετοχή του στο κυνικότερο και αθλιότερο ψέμα της Μεταπολίτευσης, την κυβέρνηση της αριστεράς. Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών αμόρφωτων καρικατούρων που αυτοαποκαλούνται stand-up comedians, o δικός του λόγος εμπεριείχε παιδεία, γνώση και μνήμη. Ευτυχώς η αξιοπρεπέστατη στάση του απέναντι στο θάνατο του γιου του μας θύμισε, τώρα που χρειαζόταν, ξανά τον άνθρωπο πίσω από την εξουσία του δημόσιου προσώπου. Συγχωρεμένος. Υπήρξε πολύ σημαντικός για τον mainstream μεταπολιτευτικό πολιτισμό της Ελλάδας αλλά και για εμένα προσωπικά.

Δε μα χέζεις ρε Νταλάρα με την κριτική σου τώρα. Αλλά Χάρρυ ξέρω τουλάχιστον έναν που θα χαιρόταν πολύ να βρεθείτε τώρα.

Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Κυψέλη, το νησί της προηγούμενης ημέρας




Η μνήμη και ο τρόπος που τη διαχειριζόμαστε είναι μια εντελώς προσωπική διαδικασία. Και, ίσως, έτσι θα έπρεπε να είναι. Χρειάζεται να αποτελεί απόλυτα κοινό βίωμα μια καταγεγραμένη ιστορία ή περιστατικό ώστε να μιλάμε για κάτι αληθινά κοινό. Κάποιες φορές καταλήγει στα όρια του αστείου το πως δύο ή και περισσότερα άτομα θυμούνται και καταγράφουν ένα σημαντικό γεγονός που βίωσαν από κοινού. Μια πανσπερμία αναμνήσεων έρχεται να βεβηλώσει το προσωπικό focus σε καθένα από εμάς μέσα σε ένα πλαίσιο έκπληξης. "Καλά εγώ ήμουν κάπου αλλού", όλοι μας έχουμε αναρωτηθεί. Προσωπικά αν δεν έχω μια ενδιαφέρουσα ιστορία να την κάνω αμπαλάζ, προτιμώ πλέον να μην μιλώ για μια έντονη καταγραφή της μνήμης μου.

Προλογίζοντας το Νησί της Προηγούμενης Ημέρας του Ουμπέρτο Έκο, βρίσκω άλλη μια ευκαιρία να μιλήσω για 'μένα. Για το παρελθόν και το παρόν. Έχοντας διαβάσει το Εκκρεμές του Φουκό, όχι πολλά χρόνια πριν, παρέμενα απογοητευμένος με πολλούς τρόπους. Από την προχειρότητα εκείνης της έκδοσης, από την προσπάθεια επίδειξης της, ομολογουμένως εντυπωσιακής, ευρυμάθειας του συγγραφέα. Από την μυστικιστική α λα Νταν Μπράουν λογική της πλοκής, χρόνια πριν αυτός ο συγγραφέας-απατεώνας καταστεί σχεδόν household όνομα. Το Νησί της Προηγούμενης Μέρας αποτελεί το επόμενο χρονικά βιβλίο μετά το Εκκρεμές για τον εξαίρετο δοκιμιογράφο και στοχαστή Έκο.

Οι διαδρομές του μυαλού όλων μας με συναρπάζουν. Διάβασα αυτό το βιβλίο -για την ακρίβεια το δανείστηκα από μια φιλική βιβλιοθήκη- έχοντας όλες τις πιθανότητες, όπως ήδη τις περιέγραψα, εναντίον μου. Επιπλέον, δεν ήξερα με τι καταπιάνεται. Το τελεολογικό γεγονός του θανάτου μαζί με τις δικές μου μεταβάσεις, έχουν αναγάγει τη μνήμη και τη χρήση της στο παρόν μου κομβική υπόθεση για το μέλλον μου. Ο νεαρός Ιταλός πρωταγωνιστής του Έκο, ένας μεσαίου επιπέδου ευγενής, βρίσκεται σε μια ανάλογη κατάσταση, αν και ο συγγραφέας, έντεχνα όσο και πονηρά, μας κλείνει το μάτι για το ποια μεριά της ύπαρξης (τη δική μας ή κάποια άλλη) καταλαμβάνει με την παρουσία του ο νέος. Σαν κάτι υπόγειο και κρυμμένο να με έσπρωξε προς αυτό το βιβλίο, αυτή την αφήγηση.

Μέσα από έναν ορυμαγδό παρατηρήσεων και γνώσεων για τον υλικό κόσμο  δημιουργείται ένα φιλοσοφικό παζλ το οποίο αντί να υπηρετήσει μια χαώδη πλοκή (όπως στο εκκρεμές) δίνει τη δυνατότητα να μιλήσει ο ίδιος ο αφηγητής. Να μιλήσει για τη ζωή και το θάνατο, για την άφατη ειρωνεία της πραγματικότητας, για την αγάπη, τον έρωτα και τα μίση που μας κρατούν καθηλωμένους. Να υπονοήσει πως -σε αντίθεση με την πλειοψηφία των ιδεολογιών που καθόρισαν την ανθρώπινη ιστορία- αυτός ο πλανήτης καθοδηγείται από ανώτερες φυσικές δυνάμεις στις οποίες οφείλουμε, εμείς οι μικροί, σεβασμό και υποταγή. Είμαστε μέρος του όλου, όχι ξεχωριστό κομμάτι του και, ναι, Θεός δεν υπάρχει.

Η μνήμη είναι κομβική για τον Έκο σε αυτό το σπουδαίο βιβλίο, τόσο κομβική όσο η μνήμη στην περιοχή που βρέθηκα να μένω ενάμισι και λίγο παραπάνω χρόνο τώρα. Τόσο όσο σημαντική είναι και για τον ψυχισμό μου. Σε αντίθεση με το βιβλίο όπου κάποιος πολύξερος αλλά και ανοιχτόμυαλος αφηγητής σε καθοδηγεί, αφέθηκα να περιηγηθώ στους δρόμους της Κυψέλης σχεδόν εξ ολοκλήρου στα τυφλά. Όχι πολύ συχνά και μόνο για εξαιρετικές περιπτώσεις έψαξα διαδικτυακά για να περισυλλέξω με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τα θραύσματα ιστορίας και μνήμης που τα μάτια μου βίωναν. Η Κυψέλη, με την πρόσφατη "εγκατάλειψη" της και την παλιότερη ακμή της, ήταν και είναι το δικό μου νησί της προηγούμενης μέρας. Ένα νησί της υποβάθμισης ίσως, χωρίς αυτό να αντανακλά την ποιότητα των τωρινών του κατοίκων. Στη θέση των παραδείσιων πουλιών, των μυστηρίων ενός δάσους που δεν μπορώ να πλησιάσω, της θάλασσας με τις εχθρικές της βλέψεις, μπορώ να βρω απόλυτες αναλογίες. Κλειστά και βρώμικα αλλά πανέμορφα εγκαταλελειμένα κτίρια, είσοδοι πολυκατοικιών υψηλής αισθητικής, κτίσματα ονομαστών αρχιτεκτόνων που μαραζώνουν ως φαντάσματα. Μια τεράστια πυκνότητα δόμησης (η κάποτε μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του κόσμου, ίσως η πρώτη αθηναϊκή περιοχή αληθινής αστικής κατοικίας) που κρύβει ηλικιωμένους ανθρώπους με τον αέρα μιας αστικής προέλευσης ζωής, συναγελαζόμενοι με έναν τεράστιο αριθμό προσφύγων που δίνουν ζωντάνια και ρυθμό στην αποχαύνωση της μεγαλούπολης.

Μιλώντας για μνήμη και ιστορία είναι εύκολο να ξεφύγεις, εφόσον το θέλεις, και να μιλάς για δήθεν μεγαλεία και άλλο τόσο εύκολο να παρεξηγηθείς αρνούμενος τις ομορφιές του παρόντος. Αυτό που κάνει ο Έκο, αυτό που αναγνώρισα εγώ στο βιβλίο του και ένοιωσα πως με κάποιο τρόπο μιλά και για 'μένα, είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Είναι η διαχείριση της μνήμης και της γνώσης του παρελθόντος στο σήμερα. Είναι η συγκίνηση για όσα έντονα πέρασαν και η απορία αν αυτά θα έρθουν ξανά, αν τα πρόσωπα θα επιστρέψουν, αν όλο αυτό είναι κύκλος, ευθεία γραμμή ή κάτι άλλο που απαιτεί περισσότερη υπομονή και κατανόηση. Είναι η διαχείριση της θλίψης σε μια ταυτόχρονη πορεία προς τα εμπρός και ποτέ προς τα πίσω. Είναι η αποτύπωση της ομορφιάς που δεν υπάρχει πλέον αλλά και η συνειδητότητα του εφήμερου των πάντων. Είναι η πίστη και η κάβλα πως νέα πράγματα θα εμφανιστούν σε νέες ή και πιο γνώριμες μορφές. Είναι η αγωνία να γίνεσαι σοφότερος και σοφότερη. Και να μην ξεχνάς ποτέ για να μπορείς να προχωράς με μεγαλύτερη σιγουριά. Να αποδέχεσαι το πως είσαι και πως λειτουργείς και να αγαπάς αυτή την ισορροπία. Και, τέλος, επειδή όλοι μας διαβλέπουμε όσα μας κάνουν να ελπίζουμε πιο έντονα, η ελπίδα και  η προσμονή πως όλοι κάπου, κάποτε θα βρεθούμε μαζί, σε ένα νησί,σε μια γειτονιά, σε μια κάποια άλλη διάσταση, βάλε ότι θέλεις, απλά μην τα παρατάς. Όλα κινούνται προς τα μπροστά σε μια μόνιμη μετάβαση.

Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Coltrane's resolution



Αυτό το κείμενο, σε διάφορες μορφές, στριφογυρνούσε στο μυαλό από την αρχή της πορείας αυτού του μπλογκ. Τέσσερα χρόνια δηλαδή. Επιθυμούσα να λάβει σάρκα και οστά ως ένα hommage, ένα αφιερωματικό κείμενο, οριστικό για τη δική μου αλήθεια, για τον άνθρωπο που μέσω της τέχνης του με καθόρισε όσο λίγοι. Για τη συγκίνηση της θρησκευτικής εμπειρίας που αποτελεί η ακρόαση των ηχογραφήσεων του. Για τη θλίψη ενός τελειολογικού γεγονότος όπως ο θάνατος μόλις στα σαράντα. Πιθανότατα και για πολλά άλλα, άρρητα και μη φανερά, που κυκλοφορούσαν καιρό τώρα αμέριμνα ανάμεσα στα κύτταρα της ψυχής μου, ξεκάθαρη αντίδραση στη δράση της μουσικής του.

Είχα σηκώσει τον πήχυ αρκετά ψηλά, όχι τόσο για τις απαιτήσεις ποιότητας, μην με παρεξηγείς, αλλά για την προσπάθεια να εκφράσω όλα όσα επιθυμώ για αυτόν και τη μουσική του. Μου πήρε πολύ καιρό. Το άνοιγμα μια χαραμάδας φωτός σε μια κεντρική ιδέα που συνεχώς μου ξέφευγε ήρθε από τον αγαπημένο μου -έχει φύγει πια από αυτή τη διάσταση- Rashied Ali. Μιλώντας για τον ίδιο τον John Coltrane, με το θαυμασμό για έναν δάσκαλο να συνοδεύει την αγάπη για τον αδερφό, σε μια, φαινομενικά, άσχετη στιγμή, σε μια συνέντευξη για αυτό το άλμπουμ, μίλησε για την επίλυση που έφερε ο Coltrane. Στη μουσική του, στη ζωή του, στην πνευματικότητα που κατέκλυσε την ύπαρξη του σε ολόκληρη της διάρκεια της. Για τον τρόπο που αυτή έφτιαξε τη διαδρομή της προς όλες και όλους εμάς.

Ξαφνικά αυτή η ατάκα του σπουδαίου ντράμερ και περκασιονίστα (τον οποίο είχα την τύχη να προλάβω σε συναυλία) μου άνοιξε την πόρτα στα συναισθήματα που χτίζονταν μέσα μου, μέσω ακροάσεων, σκέψεων και προβληματισμών. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του το σώμα του ψυχοραγούσε ταλαιπωρημένο από μια αρρώστια. Δεν μπορώ να διανοηθώ, όμως, πως ήταν μοναχά αυτό. Το πνεύμα του εγκλωβιζόταν μεταξύ μιας  ωμής πραγματικότητας, και της ανάγκης της ανύψωσης, Ascencion.  Πόσο πιο ξεκάθαρα να το εξέφραζε; Καθώς, λοιπόν, η φυσική του ύπαρξη φυλλορροούσε, το πνεύμα του ανυψωνόταν όλο και πιο γρήγορα σαν να προσπαθούσε να κρατήσει μια ασταθέστατη ισορροπία. Μάρτυρας όλου αυτού η ίδια η μουσική, ένα συνεχώς διαστελόμενο σύμπαν. Μια κοσμική μουσική για να θυμηθώ το μετά θάνατον άλμπουμ με τη γυναίκα του την Alice Coltrane. H Alice λοιπόν. Εκείνη η ευγενική εύθραυστη παρουσία στο εξώφυλλο του Live at the Village Vangueard Again!,η οποία μαζί με την αστείρευτη αγάπη για τον άντρα της πρόσθεσε μια εσωτερικότητα στις τελευταίες ηχογραφήσεις της ομάδας μουσικών που τον συνόδευε. Η αγαπημένη μου Alice δεν ήταν, όπως ξεκάθαρα απέδειξαν οι δικές της ηχητικές καταθέσεις στους τελευταίους άπιστους Θωμάδες, μια συνοδευτική κυρία του κυρίου. Η αυθυπαρξία της μετέδιδε τα ηχητικά κύματα μιας εσωστρέφειας σε όλους, με τον ίδιο τρόπο που άγγιζε τα πλήκτρα του πιάνου. Αυτή η εσωτερικότητα μετατράπηκε σε έντονη θλίψη μετά το θάνατο του και αυτή με τη σειρά της μας έδωσε έργα μεγαλειώδη. Πριν λίγα χρόνια τον ξαναβρήκε, κάπου σε μια άλλη διάσταση.

Πριν κάμποσα χρόνια βρέθηκα στη μέση μιας κουβέντας για τον ίδιο τον Coltrane. Ήταν από αυτές τις ξερολίστικες συζητήσεις των χιπστερς για τους οποίους μουσική είναι να μετράς τις μπάρες, τις γέφυρες και τις ανανεωτικές τάσεις στην κανονικότητα μιας μουσικής για γνωρίζοντες και διαβασμένους. Βγήκα γρήγορα από αυτή τη δίνη βαρεμάρας και ακαδημαϊσμού. Όλως τυχαίως κάθε τέτοια κουβέντα, σχεδόν για κάθε μουσικό, αφήνει απέξω τις πιο δημιουργικές, ελεύθερες, σχεδόν αναρχικές τους στιγμές για να συμπεριλάβει μόνο όσα μπορούν να περιγραφούν (αρά και να προσδώσουν αξία και κύρος) στην υπάρχουσα νοηματοδότηση του καλού και του ωραίου. Οι ηχογραφήσεις που στην ουσία ξεκινούν από το 1963 αλλά με κυρίως ορόσημο τα τέλη του 1964 και το A Love Supreme επιτίθενται με ιδιαίτερη βιαιότητα στο παραπάνω σαθρό σχήμα. Δεν ήταν μόνο το A Love Supreme αν και αποτελεί ορόσημο. Τόσο τα studio albums όσο και οι ανεπανάληπτες live εμφανίσεις πoy διασώθηκαν, μιλούν την ίδια γλώσσα: αυτής της πνευματικής έξαρσης και ολοκλήρωσης, τη γλώσσα της απόλυτης ελευθερίας. Ως πραγματικός φαν, οφείλω να σου ομολογήσω, ψάχνω συνεχώς για αυτές τις μεταλαμπαδεύσεις ενέργειας και πάθους από εκείνη τη χρονική περίοδο.

Μέσα από αυτές τις καταθέσεις φωτιάς αναδύεται ένας άνθρωπος, the son όπως τον έλεγε ο Albert Ayler, ο Pharoah Sanders και το σαξόφωνο του, ένα όπλο ενάντια στην αποξένωση της μοντέρνας κουλτούρας. Η καριέρα του Pharoah Sanders έφτασε στο peak της πολύ νωρίς με τα εναλλασσόμενα κουιντέτα του Coltrane που, το γνωρίζω, αδικώ ξεκάθαρα τη συνέχεια, γεμάτη ανάλογα πάθη και πνευματικότητα, αυτής της πορείας. Είναι μόνο εκεί, χρονικά και χωρικά, αλλά και ελάχιστα μετά για όσο η φωτιά της ζωντανής παρουσίας του Coltrane έκαιγε που μπορώ να τον ακούσω. Πουθενά αλλού.

Ήταν Ιούλιος του 1967 όταν ο John Coltrane φεύγοντας σόκαρε την αφροαμερικάνικη κοινότητα σε βαθμό ανάλογο με τη δολοφονία του Malcolm δύο και μισό χρόνια πριν. Το σοκ ήταν τεράστιο για την ευαίσθητη ψυχή του Ayler, όπως αυτό καθίσταται φανερό από το παίξιμο του, αφιερωματικό και άκρως θρηνώδες, στη  κηδεία. Κάνω ένα άλμα στο συναίσθημα, αλλά πιστεύω πως εκείνη η μέρα αποτέλεσε μια ρωγμή στο χρόνο ριζώνοντας μια βαθιά αντίθεση μεταξύ του υπαρκτού που αποτελούσε ο υλικός θάνατος και του άυλου, της μουσικής του δηλαδή, η οποία ρίζωσε για τα καλά και για πάντα στην ιστορία αυτού του πλανήτη.

Πριν λίγα χρόνια ο Steve Lake ισορροπώντας μεταξύ συναισθήματος και εξυπνάδας, χαρακτήρισε το Ascencion και τους δαίμονες που εκτόξευσε στα προσωπικά σύμπαντα πολλών ανθρώπων, ως το κουτί της Πανδώρας το οποίο η μουσική βιομηχανία προσπάθησε σθεναρά να κρατήσει κλειστό. Η ίδια μουσική βιομηχανία που δημιουργεί μύθους και αγιογραφίες στα οποία πρέπει να στεκόμαστε απέναντι. Μέσα σε αυτό πλαίσιο δεν επιθυμώ να μιλήσω για την ιδιοκτησιακής λογικής μουσική "του" John Coltrane. Αλλά για τη συλλογική πραγμάτωση (collective sound) μιας αντιεγωιστικής και αντιιεραρχικής ουσιοκρατίας, ικανής να αλλάξει τη σκέψη μας. Ψήγματα αυτής της λογικής, διδάγματα αυτής της σοφίας, μπορεί κανείς να βρει σε ένα μεγάλο φάσμα της μοντέρνας μαύρης μουσικής. Από το conscious hip-hop των 90's, στην ψυχεδελική soul του σήμερα, στα εκστατικά όσο και funky τζαζ τζαμαρίσματα πολλών σημερινών καλλιτεχνών. Ακόμη και το αρτηριοσκληρωτικό mainstream όπου εκτός λίγων hyped ονομάτων που δεν αξίζει να αναφέρω, το πνεύμα μιας αισθαντικής παθιασμένης πνευματικότητας (διαμέσου του κύριου καταλύτη της, της τζαζ) αποτελεί ακόμη δυνατό πυρήνα δημιουργίας.

Θέλησα μόνο να εκφράσω της αγάπη μου, επιτέλους.

Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Όταν σου κάνω έρωτα





Για τη Γουίλις


Όταν σου κάνω έρωτα
προσπαθώ
     κάθε άγγιγμα της γλώσσας μου
     να είναι δήλωση
 σ' αγαπώ
     πείραγμα
σ' αγαπώ
     σφυροκόπημα
σ'αγαπώ
     λιώσιμο
σ' αγαπώ


και οι ήχοι σου ξεχύνονται
   θεέ μου!
     χριστέ μου!
        και σκέφτομαι
ορίστε,  κάποιος τύπος
παίρνει πάλι τα εύσημα
         για όσα
          έκανε
          μια γυναίκα.

Πατ Πάρκερ, αφροαμερικανίδα λεσβία ποιήτρια που άφησε αυτή τη διάσταση σε ηλικία μόλις 45 ετών (από μια έκδοση 8 ποιημάτων της από το Τεφλόν και τη Μιγάδα).



Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Ο αέρας της ελεύθερης ζωής ευδοκιμεί παντού

αντάρτες στον Πυξό των Πρεσπών


..."Μες στο νοσοκομείο όμως, μακρυά απ' τις ταλαιπωρίες του βουνού, επικρατούσε κλίμα σιγουριάς και ζωής ελεύθερης. Οι νέοι τραυματίες μετά τις πρώτες μέρες, αφού οι πόνοι τους είχα ελαττωθεί, είχαν ξεκουραστεί, ξεψειριαστεί, πλυθεί και χορτάσει, ξεχνούσαν και αυτοί τι συνέβαινε έξω από τα τείχη: ήσαν εύθυμοι και καλαμπουρτζήδες. Κάθε απογευματάκι βγαίναν στα προαύλια των σπιτιών, κάθονταν σταυροπόδι χάμω, σε μεγάλους κύκλους, και στήναν το παιχνίδι - και όσοι βαστούσαν το χορό. Διηγούνταν μάχες νικηφόρες, εύθυμα ανέκδοτα, ακόμη και παραμύθια.
 Συχνά διοργάνωναν πετυχημένες θεατρικές παραστάσεις εκ των ενόντων. Οι περισσότερες είχαν θέματα του αγώνα της καθημερινής ζωής. Τα θέματα τα αυτοσχεδίαζαν.  Μόνοι τους είχαν κατασκευάσει ειδική αίθουσα σε ευρύχωρο διώροφο, απ' αυτά των μεταναστών της Αμερικής. Εκεί δίνονταν παραστάσεις σε επετείους και γιορτές."...

Καίτη Νικολέττου - Γκιζελή (από το βιβλίο Διαθέσαμε τη ζωή μας...Ο Εμφύλιος σε Α' Ενικό)

Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Monkey Man

Aν δεν μπορείς να προσδώσεις στο μερικό την αξία που 
του αναλογεί μην περιμένεις να γραπωθείς από τη faux 
παρουσία του ολοκληρωτικού πολέμου που έχει εξαπολύσει 
ο έξω κόσμος στις εναπομείναντες παρθένες περιοχές 
της ψυχής σου μια και αυτές τρέφονται από την 
αποσπασματικότητα των αληθινών σου συναισθημάτων 
όπως αυτά βαίνουν μειούμενα καθώς ο χρόνος 
με τις ρωγμές και τις περιδινήσεις του προχωρά μπροστά 
ενδεδυμένος την απάτη μιας γραμμικότητας που ποτέ 
δεν υπήρξε καθώς εσύ γραπώνεσαι με τα νύχια σου 
εν πλήρη εκτάσει από τρεις διαστάσεις οι οποίες 
δεν υπάρχουν δεν υπήρξαν και είναι εξίσου πιθανό
να μην υπάρξουν ποτέ.

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

To lo-fi ήταν πάντα μια ξεκάθαρη αισθητική πρόταση



Κατανοώντας πως αυτό το blog δεν διαθέτει δοκιμιακού τύπου ικανότητες διαλεκτικής. Όλες οι ιδέες που καταθέτω εδώ προκύπτουν μέσα από παραδείγματα. Εικόνες, τέχνη του λόγου, ακούσματα που με τη σειρά τους αναδεικνύουν προθέσεις και επιδιώξεις καλλιτεχνικές. Συνεχίζοντας το παραπάνω ντόμινο, αυτές μας φανερώνουν τρόπους και τακτικές με τις οποίες, ατομικά και συλλογικά, οι άνθρωποι επιλέγουν να τοποθετούνται, εκτός από καλλιτεχνικά, κοινωνικά άρα και πολιτικά.

Μιλώντας για το lo-fi μέσω αυτής της οριακά d.i.y. κυκλοφορίας από τη Phase!, αναφέρομαι σε ένα κομμάτι του. Διευκρινίζω το παραπάνω μια και ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται κατά κόρον στο ροκ αλλά και σε άλλα μουσικά είδη. Σε αυτές τις γραμμές επιθυμώ να καταπιαστώ με τη νόρμα του lo-fi στο χώρο του ευρύτερου πειραματισμού. Είναι αληήεια αρκετά ξεκάθαρο-τουλάχιστον στο δικό μου μυαλό-πως ο όρος αναφέρεται και εμπεριέχει τα χαρακτηριστικά μιας διαδικασίας πειραματισμού και όχι μιας οποιασσδήποτε μανιέρας.

Οι εξ ορισμού απαρχές του low fidelity ήχου είναι αυτές της έλλειψης. Έλλειψης ικανών μέσων καταγραφής και έλλειψης διαθέσιμων υλικών πόρων. Αποτελεί μια επιλογή υλικής αναγκαιότητας, συνυπολογίζοντας πως κανείς δεν θα αφήσει άδειο το τραπέζι και το στομάχι του για να αγοράσει ένα καλύτερο recorder ή καινούρια ντραμς. Εντάξει εκτός από λίγους και λίγες τρελούς και τρελές. Αποτελεί, λοιπόν, φανερό κοινό παρονομαστή η ταξική προσέγγιση ενός καλλιτεχνικού ζητήματος. Το lo-fi μέσα στον ανεξάντλητο καμβά του είναι η μουσική ή η εικόνα ενός έφηβου με το ελάχιστο χαρτζιλίκι, του μπαμπά που τις ελεύθερες ώρες του ξοδεύει όσα ελάχιστα του μένουν για να ηχογραφεί τις τρέλες του, της -με το βασικό μισθό- εργαζόμενης που επιθυμεί με μια κάμερα κινητού να φτιάξει μια μικρού μήκους ταινία. Είναι μια ξεκάθαρα προσδιορισμένη ταξική προσέγγιση στην απόλυτη αναγκαιότητα της προσωπικής έκφρασης. Πολύ συχνά, όμως, αυτή η προσέγγιση συνοδεύεται από την επιθυμία της ύπαρξης του καλύτερου. Καλύτερη τεχνολογία, μεγαλύτερη πιστότητα και ευκολία: όταν θα έχω τα λεφτά και προσπαθώντας να τα μαζέψω.

Αποτελεί, όμως, το lo-fi μια πραγματικά διαφορετική αισθητική πρόταση και πότε; Πιστεύω πως ναι και η παραπάνω περιγραφή δεν είναι ακριβώς αυτή. Όπως ξεκάθαρα αναδεικνύει αυτή η, από το 2008, ηχογράφηση των Sindre Bjerga και Ben Morris, η αισθητική αντίληψη της πρότασης έρχεται να πληρώσει με φρεσκάδα το κουτάκι (με ένα τικ) της επιλογής. Εδώ οι καλλιτέχνες επιλέγουν να λειτουργήσουν με πενιχρά μέσα. Μέσα σε μόλις εικοσιδύο λεπτά της ώρας μέσα από παλιές κασέτες, κάθε είδους μεταλλικά αντικείμενα που παράγουν ανεξιχνίαστους ήχους και μέτριας ποιότητας μικρόφωνα μορφώνεται ένας αχός κακοφωνίας και πειραματισμού. Οι ρυθμοί σέρνονται απειλητικά προς το προσκήνιο πριν χαθούν για πάντα. Το feedback είναι μια επαρκώς σημαντική παρουσία καθ όλη τη διάρκεια του cd. Οι λούπες του Bjerga αποδομούν το σοβαρό της υπόθεσης και αποδίδουν έναν δυνατό αέρα παιχνιδιού.

Συνεπείς ακόλουθοι της όλα επιτρέπονται παράδοσης του John Cage παραμένουν στην ίδια νοητή γραμμή, χρονικά μεταγενέστεροι και επηρεασμένοι από την Arte Povera και το Fluxus, αλλά και τη χαοτική φύση του abstract, προσφέροντας μας μια αληθινά διαφορετική αισθητική πρόταση. Μια πρόταση που δεν περιλαμβάνει διαδικασίες αποφόρτισης μέσω ενός ιδεατού καλύτερου τεχνολογικού μέλλοντος. Είναι α λα Cramps σκουπιδιάρηδες στο παρόν, δημιουργούν με ότι έχουν και αυτό ακριβώς επιθυμούν να παρουσιάσουν. Η πραγματική αποφόρτιση είναι ο εφησυχασμός ( ή η πολυτέλεια) πως όλα μπορούν να συμβούν με τα λιγότερα δυνατά μέσα. Πέρα από το ταξικό πρόσημο όλο αυτό στρέφει το δάχτυλο προς όλους μας καταδεικνύοντας πως όλοι μπορούμε.

ΥΓ. Φυσικά αφιερωμένο στον Mark E. Smith για το προλεταριακό, lo-fi πειραματικό ροκ των The Fall που με καθόρισε με πολλαπλούς τρόπους. Ήταν ο εαυτός του μέχρι την τελευταία στιγμή γεγονός ήσσονος σημασίας ειδικά σήμερα.

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Τα μυστικά της Τεχεράνης (Tehran Taboo)




Ο σκληρός και σχιζοφρενής κόσμος του Ali Soozandez στα Μυστικά της Τεχεράνης (Tehran Taboo) σχεδόν 10 χρόνια μετά ήρθε να συναντήσει και να ξεπεράσει τη ρομαντική και οξύθυμη Τεχεράνη της Marjan Satrapi στην Persepolis.

Μια πόρνη, η Παρί, που προσπαθεί να κάνει μια νέα αρχή με το μουγκό από επιλογή γιο της μακριά από τον φυλακισμένο τοξικομανή σύζυγο της, μετακομίζει σε ένα διαμέρισμα του εραστή δικαστή της στην ίδια πολυκατοικία με την Σάρα, μια σύγχρονη νοικοκυρά που περιμένει το παιδί του τραπεζικού συζύγου της ζώντας με τη δραστήρια και καλόκαρδη πεθερά της και τον αμετανόητο γλυκατζη αλλά διαβητικό πεθερό της συμβιβασμένη, καταπιεσμένη σε ένα γάμο που κρύβει πολλά μυστικά και δεν της επιτρέπει το δικαίωμα για επαγγελματικά όνειρα. Στην ίδια πολυκατοικία μένει και ο Μπάμπακ, ένας νεαρός,φιλόδοξος μουσικός που βγάζει χρήματα από την διακίνηση χαπιών σε underground στέκια της πόλης. Ο Μπάμπακ καλείται να έρθει σε επαφή με παράνομα κυκλώματα που υπόσχονται παρθενορραφή σε άθλιες συνθήκες όταν ένα βράδυ, παίρνοντας ένα χάπι συνδέεται με την όμορφη αλλά αρραβωνιασμένη Ντόνια.

Και οι τρεις αυτοί ενήλικες προσπαθούν να ζήσουν σε έναν κόσμο που υπαγορεύεται από ένα αυστηρό,θρησκευτικό φονταμεταλιστικό σύστημα που επηρεάζει τη ζωή κάθε νέου Ιρανού ξεχωριστά χωρίς η υποκρισία και η ασχήμια που συνοδεύει το επίσημο καθεστώς και τους νόμους της νύχτας, με το μενού του να περιλαμβάνει από παράνομες αμβλώσεις μέχρι και διεθνές trafficking, να διαβρώσει το δυναμικό τους και το θάρρος να βρουν λύσεις. Το ξαφνικό και το τυχαίο πάνω στο οποίο βασίζεται το σενάριο δίνει αφορμές για δράση και επαναπροσδιορισμούς, αναδεικνύοντας τα σάπια θεμέλια πάνω στα οποία έχει στηριχθεί η ιρανική κοινωνική πραγματικότητα που στις προσφωνήσεις της χρησιμοποιεί αδελφικές εκφράσεις για να κρύψει την τάση για κάθε είδους εκμετάλλευση και ωμότητα.



Ο Soozandeh χρησιμοποίησε έξυπνα το ροτοσκοπικό animation (που βασίζεται στην επεξεργασία του ήδη μαγνητοσκοπημένου από συμβατική κάμερα υλικού ) αφενός για να μετριάσει την σκληρότητα των σκηνών που περιγράφει και αφετέρου για να αναδείξει την υπερβατική ανάγκη των Ιρανών να κινηθούν σε ένα παράλληλο σύμπαν με την αφηγηματική τεχνική της μη προσωποποίησης. Τα θέματα που θίγονται είναι κοινά, αποτελούν καθημερινότητα για πολλούς ακόμη Ιρανούς που ονειρεύονται να επιβιώσουν σε ένα περιορισμένο κόσμο και να τον αλλάξουν ή τουλάχιστον να ξεφύγουν από αυτόν.

Τέλος, ο σιωπηλός παρατηρητής που έχει το συνήθειο να γεμίζει τα προφυλακτικά της μητέρας του με νερό και να τα πετάει από ταράτσες- σε όχι και τόσο – τυχαίους περαστικούς θα μπορούσαμε να πούμε με μια πρώτη ανάγνωση πως είναι ο μέσος δυτικός θεατής, καθώς η κατάσταση που επικρατεί από το 1979 είναι γνωστή στην παγκόσμια κοινότητα. Αλλά αν εμβαθυνουμε θα διαπιστώσουμε πως οι προβληματισμοί της δύσης εκφράζονται πρακτικά με μια παγερή αδιαφορία από τη στιγμή που αρχίζουν και σταματούν μέσα στην σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα . Ενώ το παιδί, μπορεί να μη μιλά αλλά έστω και με τον τρόπο που του επιτρέπει η ηλικία του αντιδρά.

Αφροδίτη Αρβανιτίδη

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Macronympha: noise as a social reflection of society



"More like a mirror we reflect society, some things you might not ordinarily look at. A dark and perversely twisted photo-journalism. Freaks and other like-minded individuals aren't the only people who can look past "-isms" and "-ologies" to find a relevant voice. NOISE is as old as millions of years of volcanic eruption and mountain erosion. The modern industry of metal and machines added more to this mix. All we do is use everything at our disposal to record the true power that had been filling the airwaves since the beginning of time."

- Joseph Roemer of Macronympha

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Ο Γιάννης ο Φονιάς





Ο Γιάννης ο φονιάς,
παιδί μιας πατρινιάς
κι ενός Μεσολογγίτη,
προχτές την Κυριακή
μετά απ' τη φυλακή,
επέρασ' απ' το σπίτι.

Του βγάλαμε γλυκό
τού βγάλαμε και μέντα,
μα για το φονικό
δεν είπαμε κουβέντα.

Του βγάλαμε γλυκό
τού βγάλαμε και μέντα,
μα για το φονικό
δεν είπαμε κουβέντα.

Μονάχα το Φροσί,
με δάκρυ θαλασσί
στα μάτια τα μεγάλα,
τού φίλησε βουβά
τα χέρια τ’ ακριβά,
και βγήκε από τη σάλα.

Δεν μπόρεσε κανείς
τον πόνο της ν’ αντέξει,
κι ούτε ένας συγγενής
να πει δεν βρήκε λέξη.

Κι ο Γιάννης ο φονιάς,
στην άκρη της γωνιάς
με του καημού τ’ αγκάθι,
θυμήθηκε ξανά
φεγγάρια μακρινά,
και τ’ όνειρο που εχάθη.